Τι εννοούμε με τον όρο σοσιαλδημοκρατία; Η ερώτηση είναι επίκαιρη στη χώρα μας λόγω της Πρωτοβουλίας των 58 για τη δημιουργία ενός τρίτου πόλου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, πόλου που πολλοί αποκαλούν σοσιαλδημοκρατικό. Η απάντηση δεν είναι εύκολη γιατί εξαρτάται από το πώς ορίζουμε τα λεγόμενα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη σημερινή συγκυρία. Υπάρχουν δύο βασικοί ορισμοί. Ο πιο περιοριστικός ταυτίζει αποκλειστικά τη σοσιαλδημοκρατία με τα προοδευτικά κόμματα που κατόρθωσαν να εξανθρωπίσουν τον καπιταλισμό στις ευρωπαϊκές βορειοδυτικές κοινωνίες στη «χρυσή περίοδο της σοσιαλδημοκρατίας» (1945-1975). Ο δεύτερος, πιο ευρύς ορισμός αναφέρεται και σε κόμματα που επιβιώνουν σήμερα με προοδευτικούς, σοσιαλδημοκρατικούς στόχους, που όμως για διάφορους λόγους έχουν αναγκαστεί να ασπαστούν στοιχεία της δεσπόζουσας νεοφιλελεύθερης λογικής.
Οι λεγόμενες σοσιαλδημοκρατικές κινήσεις του 19ου αιώνα αρχικά συμπεριελάμβαναν όχι μόνο ρεφορμιστικές αλλά και επαναστατικές δυνάμεις. Στις αρχές του 20ού αιώνα όμως ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται για τις πολιτικές κινήσεις που στόχευαν στη σταδιακή υπέρβαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτή η εξέλιξη σχετίζεται με τη γνωστή διαμάχη μεταξύ Λένιν και Μπερνστάιν. Ο πρώτος υποστήριξε πως η στρατηγική που εστίαζε στην εξελικτική/σταδιακή διαδρομή προς τον σοσιαλισμό/κομμουνισμό, o λεγόμενος σταδιακός «εξανθρωπισμός» του καπιταλισμού ως βασική προϋπόθεση υπέρβασής του θα οδηγούσε το προλεταριάτο στην άμβλυνση της επαναστατικής δυναμικής και στην ενσωμάτωσή του στο καπιταλιστικό status quo.
Από την άλλη μεριά, ο Μπερνστάιν υποστήριζε πως η άμεση επανάσταση θα οδηγούσε όχι στον δημοκρατικό σοσιαλισμό αλλά σε έναν τύπο μη καπιταλιστικής εκμετάλλευσης/χειραγώγησης της εργατικής τάξης. Κατά τον Μπερνστάιν η λύση έγκειται σε μια εξελικτική στρατηγική με την οποία μέσα στο ισχύον κοινοβουλευτικό σύστημα οι άμεσοι παραγωγοί θα κατόρθωναν σταδιακά να οδηγήσουν τις αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες σε ένα σύστημα δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Οι εξελίξεις δικαίωσαν τον Μπερνστάιν. Οι δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες ακολούθησαν τον «ρεφορμιστικό» δρόμο. Κατόρθωσαν σταδιακά να εγκαθιδρύσουν έναν τρόπο διακυβέρνησης που συνδύασε για πρώτη φορά στην ιστορία της νεωτερικότητας την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τη δυναμική καπιταλιστική ανάπτυξη και τη δημιουργία ενός εξελιγμένου κράτους πρόνοιας, δηλαδή τη διάχυση αστικών, πολιτικών, κοινωνικοοικονομικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων από την κορυφή στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας.
Στη συνέχεια όμως για μια σειρά δυσμενείς συνθήκες (συρρίκνωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης, κομματική γραφειοκρατικοποίηση, ακραίος κομματισμός, στασιμοπληθωρισμός κτλ.) η σοσιαλδημοκρατική πορεία έχασε τη δυναμική της. Ετσι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, για να επιβιώσουν στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στη δεκαετία του ’80, πλησίασαν χωρίς να ταυτιστούν με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Εξ ου και οι αριστεροί επικριτές τους τα μετονόμασαν σοσιοφιλελεύθερα ή «μπλερικά».
Κατ’ αυτούς, όχι μόνο τα βορειοδυτικά «σοσιαλδημοκρατικά» κόμματα δεν είναι πια προοδευτικά αλλά και τα δήθεν σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη Νότια Ευρώπη ούτε ήταν ποτέ ούτε είναι τώρα σοσιαλδημοκρατικά. Αρα η «πραγματική» σοσιαλδημοκρατία της πρώιμης μεταπολεμικής περιόδου δεν υπάρχει πια, έχει πεθάνει.
Για αυτούς που βλέπουν την τωρινή σοσιαλδημοκρατία με πιο θετικό τρόπο η σοσιαλδημοκρατία ούτε έχει πεθάνει ούτε θα εξαφανιστεί στο μέλλον. Είναι γεγονός βέβαια ότι ακολούθησε σε έναν μόνο βαθμό νεοφιλελεύθερες στρατηγικές από τη δεκαετία του ’80 και μετά. Αλλά αυτή η στροφή δεν οφείλεται σε «προδοσία» αλλά κυρίως σε αντικειμενικές συνθήκες (όπως το απότομο άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών) που ανάγκασαν τις σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα για να επιβιώσουν. Το βασικό επιχείρημα εδώ εναντίον αυτών που έχουν ξεγράψει την τωρινή σοσιαλδημοκρατία ως προοδευτική δύναμη είναι πως οι επικριτές της βλέπουν τις εξελίξεις κατά έναν γραμμικό τρόπο. Αγνοούν τελείως τις «κυκλικές» τάσεις του πολιτικοοικονομικού γίγνεσθαι.
Πριν από τη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είχαμε μια εξίσου νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση από το 1860 περίπου ως το 1914. Στη συνέχεια, κυρίως μετά την οικονομική κρίση του 1929, βλέπουμε το σταδιακό πέρασμα από τον Hayek στον Keynes, από την πίστη στις μη ελεγχόμενες αγορές στην πεποίθηση πως χρειάζεται κρατική παρέμβαση και αυστηρός έλεγχος των αγορών για την αποφυγή των οικονομικών κρίσεων και για την άμβλυνση των τεράστιων ανισοτήτων που ο ανεξέλεγκτος καπιταλισμός δημιουργεί σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 όμως ο οικονομικός φιλελευθερισμός έρχεται πάλι στο προσκήνιο. Με την παγκόσμια κρίση όμως του 2008-2012 (που συνδέεται κυρίως με τις μη ελεγχόμενες χρηματοπιστωτικές αγορές) το πέρασμα από τον νεοφιλελευθερισμό σε έναν νεο-κεϊνσιανισμό δεν αποκλείεται. Οταν ο Γκρίνσπαν, ο τέως πανίσχυρος πρόεδρος της Federal Reserve Bank, παραδέχθηκε δημόσια πως η νεοφιλελεύθερη πολιτική του σε ό,τι αφορά τον (μη) έλεγχο του χρηματοπιστωτικού τομέα ήταν λάθος, αυτή ήταν μια παραδοχή που μπορεί κανείς να τη δει ως ένα πρώτο σημάδι σταδιακής επιστροφής σε έναν πιο ελεγχόμενο και ανθρώπινο καπιταλισμό.
Από αυτή την άποψη μια δεύτερη «χρυσή εποχή» της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι απίθανη, είναι σίγουρα πιο πιθανή από την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού στα χρόνια που έρχονται. Βέβαια η βασική προϋπόθεση για έναν δεύτερο «εξανθρωπισμό» του καπιταλισμού είναι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να βρουν και να ακολουθήσουν νέες στρατηγικές για την επίτευξη των κλασικών σοσιαλδημοκρατικών στόχων.
Συμπέρασμα:
  • Σε ό,τι αφορά τον τόπο μας, ο μεσαίος, άκρως κατακερματισμένος χώρος μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ έχει κυρίως σοσιαλδημοκρατικούς προσανατολισμούς.
  • Η συγκρότηση ενός τρίτου πόλου, που η Πρωτοβουλία των 58 προσπαθεί να διευκολύνει, θα αμβλύνει την πόλωση, θα ενισχύσει τις σοσιαλδημοκρατικές αξίες και θα σταθεροποιήσει το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας.
  • Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν γίνει κυβέρνηση και αν θέλει και τα καταφέρει να παραμείνει εντός της ευρωζώνης, θα αναγκαστεί, αργά ή γρήγορα, να μετασχηματιστεί σε ένα ριζοσπαστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
  • Η θέση ενός μέρους της Αριστεράς για το «τέλος της σοσιαλδημοκρατίας» πείθει τόσο λίγο όσο και η θεωρία του Φουκουγιάμα για «το τέλος της Ιστορίας».
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας της LSE.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ