Ευτυχώς που εθνικιστές, ελληνομανείς, ξενοφοβικοί και συνωμοσιολόγοι δεν διαβάζουν. Ευτυχώς που τους αρκούν οι παράλογες θεωρίες της «Ελεύθερης Ωρας» ή τα ακροδεξιά παραληρήματα γαλανόλευκων ιστοσελίδων και δεν ξεφυλλίζουν τους σοβαρούς συγγραφείς μας. Γιατί –οποία έκπληξη! –ακόμη και σε σελίδες υπεράνω υποψίας κορυφαίων δημιουργών μπορεί να εμφιλοχωρούν απόψεις ικανές να επικυρώσουν τις δικές τους και να τροφοδοτήσουν το «πατριωτικό» τους παραλήρημα καθιστώντας το όλο και πιο επικίνδυνο, μια και μπορεί να περιβληθεί το κύρος ενός ποιητή και μάλιστα νομπελίστα.
Οχι, δεν παραδοξολογώ. Στο βιβλίο του «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά», που εκδόθηκε το 1990, γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης: «Περιμένω τον καλλιτέχνη –που όσο περνάν τα χρόνια τόσο λιγότερες πιθανότητες υπάρχουν ν’ αναφανεί –τον ικανό να στήσει, αποστραγγίζοντας όλο το απόθεμα του θυμικού μας, το «μνημείο στον άγνωστο ιδιώτη». Οπως ως τώρα εστήσαμε σε κάθε γωνιά του τόπου μας κάποιο μνημείο στον «άγνωστο στρατιώτη». Θα πρέπει να βγαίνει από την κυανή και λευκή Μεγάλη του Γένους Σχολή και ν’ αντανακλά όλο φως πάνω στην πίσσα της Ευρώπης που θάβουμε σήμερα εν όψει μιας άλλης που μοιάζει να γεννιέται. Χωρίς διάκριση. Πάνω στους μέλανες δρυμούς, στα τέρατα της Chartres και του Duomo, τους Καρτέσιους και τους Καλβίνους, τους Καντ και τους Μαρξ, τον Πάπα –Θεός σχωρέσει τους».
Προσπερνώ τη βεβαιότητα με την οποία ο Ελύτης διαγράφει την πιθανότητα να υπάρξει μετά από αυτόν ένας γνήσιος καλλιτέχνης που θα στήσει μνημείο στον «άγνωστο ιδιώτη» –το θεωρώ απλώς το αλαζονικό, αφελές σχόλιο ενός ποιητή που έχει φτάσει στο τέλος της διαδρομής του –και στέκομαι στη δεύτερη παράγραφο, με την οποία ακροδεξιοί ψεκασμένοι και όλα τα ξενοφοβικά, ρατσιστικά «ελληνόπουλα» θα έκαναν πανηγύρι. Ωστε για τον Ελύτη ο ποιητής του μέλλοντος πρέπει να ‘ναι σώνει και καλά απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής (τύφλα να ‘χουν η Οξφόρδη, η Σορβόννη και παρόμοια αντιδραστικά δυτικά ιδρύματα), να ‘ναι χριστιανός ορθόδοξος (να απεχθάνεται επομένως καθολικούς και προτεστάντες που χτίζουν αρχιτεκτονικά «τέρατα», όπως το Duomo και ο καθεδρικός της Chartres, και τελούν υπό την καθοδήγηση του εκάστοτε Πάπα και του Καλβίνου) και φυσικά να ρίχνει στην πυρά φιλοσόφους που θα μολύνουν το αγνό του «θυμικό», όπως ο Καρτέσιος, ο Καντ και ο Μαρξ! Ο μεγαλόθυμος Ελύτης κλείνει ευτυχώς την πρόταση μ’ ένα «Θεός σχωρέσει τους» –πράγμα που δεν έκανε ο Μητροπολίτης Πειραιώς όταν πριν από έναν χρόνο αναθεμάτιζε κι αυτός μέσα στην εκκλησία τον Καλβίνο, τον Πάπα (αλλά και τον Ερρίκο Η’!), καθώς βέβαια και τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους. Σύμπτωση, θα πει κάποιος, ή μήπως ο Μητροπολίτης φαίνεται να διαβάζει πού και πού και λίγη ποίηση;
Θα πρέπει βέβαια να γνώριζε ο Ελύτης πως τον Μάιο του ’33 οι ναζί αποφάσισαν πως και οι δικοί τους «καλλιτέχνες του μέλλοντος», για να μη μολύνουν το «θυμικό της φυλής τους», θα πρέπει να μη διαβάζουν βλαβερά βιβλία και έτσι διέταξαν τους φοιτητές της χώρας να ρίξουν στην πυρά βιβλία εβραίων συγγραφέων (Σπινόζα, Λέσινγκ, Φρόιντ, Χούσερλ, Μπένγιαμιν κ.ά.), αλλά και του κομμουνιστή Μαρξ! Η διαφορά με τον Ελύτη είναι πως τους παρότρυναν να κάνουν (όπως και ο δικός τους Χάιντεγκερ) περιπάτους στον «μέλανα δρυμό» και να τραγουδούν δημοτικά τραγούδια για να ενδυναμώσουν το φρόνημά τους.
Θα πει κανείς, άλλο τα ποιήματα κι άλλο το δοκίμιο. Αν και έχω επανειλημμένως υπερασπιστεί την ποίηση του Ελύτη (που οφείλει, ας μην το ξεχνούμε, πολλά στη δυτική παιδεία του), δεν θεωρώ πως οι δύο αυτές συγγραφικές δραστηριότητες είναι τόσο ασύνδετες. Οταν ο Ελύτης επέλεξε να παρέμβει στη θλιβερή υπόθεση του Μακεδονικού με εκείνο «το όνομά μας είναι η ψυχή μας» (μολονότι –τι ειρωνεία! –ο ίδιος είχε απαρνηθεί το δικό του, έστω αντιποιητικό, οικογενειακό όνομα), το έκανε διότι πίστευε πως ως ποιητής υπηρετεί έναν σκοπό ο οποίος κατά τη γνώμη μου εγγράφεται καθαρά και στο έργο του.
Είναι γνωστό ότι στη νεότερη Ελλάδα η αναζήτηση της ταυτότητας πήρε κατά καιρούς στρεβλές μορφές. Σήμαινε τη δοξολόγηση κάθε πράγματος που ήταν «αμιγώς ελληνικό» και ταυτόχρονα την απόρριψη και κατακεραύνωση κάθε «δυτικού», τουτέστιν «ξένου». Σήμαινε την περιχαράκωση σ’ έναν κόσμο κλειστό, τον βαυκαλισμό ότι έτσι περιφρουρείται η όποια ελληνική «ιδιαιτερότητα». Αντιθέτως, η ιδιαιτερότητα δοκιμάζεται, κρίνεται και ελέγχεται ως προς την αντοχή και την ουσία της μόνο όταν συνδιαλέγεται γόνιμα με την ετερότητα. Ενας πολιτισμός και κατ’ επέκταση μια λογοτεχνία δικαιώνει την ουσία της όταν δεν ταυτίζεται με τον εαυτό της. Το πνεύμα είναι όντως «ελεύθερο», για να θυμηθούμε τον Θεοτοκά (που κι αυτός είχε πει το ανεκδιήγητο ότι τον ενδιαφέρει περισσότερο «ένα τρεχαντήρι που αρμενίζει ανάμεσα στην Πάρο και την Νάξο παρά τα καλλιτεχνικά κινήματα στο Παρίσι»), όταν έχει το σθένος να αντιπαρατεθεί με το ανοίκειο και το μη γνώριμο, όχι να πιπιλάει την καραμέλα της «γνησιότητας» και της «υπεροχής» –του ελληνικού φωτός έναντι της ευρωπαϊκής πίσσας. Εν τέλει τι θα ήταν η ποίηση του Ελύτη χωρίς την «πίσσα» και τι εμβέλεια θα είχε το «φως» του αν φώτιζε μόνο εμάς;
Ο κ. Χάρης Βλαβιανός είναι ποιητής και διευθυντής του περιοδικού «Ποιητική». Διδάσκει Ιστορία και Πολιτική Θεωρία στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ