Κατά καιρούς όσοι αρέσκονται στην απλοποίηση του πολιτικού διαλόγου επιλέγουν ένα αλλοδαπό πρότυπο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και μας καλούν να το μιμηθούμε.
Επί Μητσοτάκη, το 1990, είχε επιλεγεί ως πρότυπο η Ιρλανδία. Εκεί είχε φέρει εμπορικά πλεονάσματα και συνακόλουθα ένα ισχυρό πλεόνασμα του ισοζυγίου πληρωμών η στροφή προς τις νέες τεχνολογίες και τις υπηρεσίες που στηρίζονταν στην ύπαρξη ενός εξειδικευμένου και εξαιρετικά εκπαιδευμένου τεχνικού και επιστημονικού προσωπικού. Οσοι ήθελαν σώνει και καλά να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Ιρλανδίας, ξεχνούσαν ότι η χώρα αυτή ήταν στην πράξη τμήμα της αγγλικής οικονομίας, η οποία την ίδια εποχή απολάμβανε τις θετικές συνέπειες της θατσερικής μεταρρύθμισης.
Τα πρόσφατα χρόνια παράδειγμα προς μίμηση έγινε η Τουρκία, που με τόσο πολύπλοκους τρόπους σχετίζεται με την ιστορία μας. Ραγδαίοι ρυθμοί ανάπτυξης, αλματώδης αύξηση των εξαγωγών, καλπάζουσα βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, σφύζουσα αγορά τουριστικών υπηρεσιών και νέας οικοδομής στήριξαν το πέρασμα, τουλάχιστον των ανεπτυγμένων περιοχών, σε ένα επίπεδο που έμοιαζε να προδιαγράφει την ευρωπαϊκή μοίρα αυτής της χώρας.
Ξαφνικά πατατράκ! Η λίρα Τουρκίας χάνει 23% απέναντι στο ευρώ. Η προσπάθεια διατήρησης κάποιας αξιοπρεπούς επίδοσης του νομίσματος οδηγεί στην αύξηση των επιτοκίων κατά 4,25%. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διευρύνεται συνεχώς.
Μια μακρά από την οθωμανική εποχή παράδοση διακυμάνσεων οδηγεί τους τούρκους πολίτες σε ανασφάλεια μπροστά στην κατάρρευση. Ταυτόχρονα, οι ξένες επενδύσεις, ανάμεσα σε αυτές και ελληνικές, που είχαν σαγηνευτεί από μια απλοϊκή ανάλυση της πραγματικότητας, χάνουν με ραγδαίο ρυθμό την εμπιστοσύνη τους. Προς το παρόν, η κυβέρνηση Ερντογάν μοιάζει να θέλει να στηρίξει το νόμισμα αλλά οι δυνατότητές της δεν είναι απεριόριστες.
Οσον καιρό τα μηνύματα ήταν θετικά, πολλοί είχαν ξεχάσει βασικές αδυναμίες της τουρκικής κοινωνίας. Καταρχήν, η Τουρκία δεν υπήρξε ποτέ κράτος δικαίου, με την έννοια που κάτι τέτοιο γίνεται αντιληπτό στις χώρες με ευρωπαϊκή παράδοση. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν οι θεσμοί παραμένουν σταθεροί, η αυταρχική χρησιμοποίησή τους είναι πάντα δυνατή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συμπεριφορά του πρωθυπουργού Ερντογάν, όταν μια σειρά από σκάνδαλα οδήγησαν στην αμφισβήτηση της ακεραιότητας στενών συνεργατών του, μελών της οικογένειάς του και ενδεχομένως του ιδίου. Δεύτερη ιδιαιτερότητα της Τουρκίας είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού είναι στο περιθώριο, αποκλεισμένη από την αναδιανομή των προϊόντων της οικονομικής προόδου, ξένη σε σχέση με τα πολιτιστικά πρότυπα της Δύσης, για ιστορικούς και θρησκευτικούς λόγους και επιφυλακτική απέναντι σε κοινωνικές δομές που δεν ωρίμασαν ομαλά, αλλά επιβλήθηκαν εκ των άνω, με σκληρά μέτρα καταστολής.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έπαψε να υπάρχει ο διεθνής περίγυρος της ποσοτικής χαλάρωσης στο τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ, που επέτρεπε μια συνεχή βελτίωση της ρευστότητας.
Ηδη μια σειρά από δάνεια που θα ενίσχυαν τη ζήτηση εισαγόμενων ή παραχθέντων επιτόπου αγαθών νέας τεχνολογίας λειτουργεί ασφυκτικά. Τα φαραωνικά σχέδια του κ. Ερντογάν, όπως η ανέγερση ενός Διεθνούς Οικονομικού Κέντρου στην Κωνσταντινούπολη, το τρίτο αεροδρόμιο στην ίδια πόλη, καθώς και μιας διώρυγας που θα οδηγούσε σε αποσυμφόρηση του Βοσπόρου, φαίνεται ότι ματαιώνονται. Τα δυο τελευταία εργοτάξια θα κόστιζαν 40 περίπου δισεκατομμύρια δολάρια, που είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν όταν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης αντιμετωπίζουν σοβαρά το ενδεχόμενο υποβιβασμού της χώρας.
Ας βρει τον δρόμο της όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και με λιγότερες θυσίες η Τουρκία. Για όσους δεν μπορούν να αισθανθούν κάποιου είδους αλληλεγγύη με τους απλούς εργαζομένους αυτής της χώρας ας θυμίσουμε ότι εκεί είναι η τρίτη αγορά για τα προϊόντα μας.
Οσο για μας, που ως γνωστόν χτίζαμε Παρθενώνες όταν οι άλλοι ζούσαν στα δέντρα, ας σταματήσουμε επιτέλους να πιθηκίζουμε.
Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ