Για μία ακόμα φορά, το Βερολίνο προκαλεί εξαιρετικά επικίνδυνους, πλέον, τριγμούς στην Ευρώπη, εν προκειμένω στο μέτωπο της Ουκρανίας, καθώς σε μέτωπο εξελίσσεται πλέον ραδγαία η υπόθεση της χώρας που διολισθαίνει σε μία κατάσταση μεταξύ εμφυλίου πολέμου και ξένης εισβολής.

Ολα άρχισαν όταν, στην περίοδο της υπηρεσιακής κυβέρνησης Μέρκελ – και αυτό έχει τη σημασία του – ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Γκίντο Βέστερβέλε πήγε στη χώρα και έβαλε μπροστά τις μηχανές της αποσταθεροποίησης ενός ίσως φρικτού, πλην όμως, εκλεγμένου ηγέτη. Ο Βέστερβέλε ξεσήκωσε την αντιπολίτευση και την οδήγησε στην ευθεία σύγκρουση, παρέχοντας, προφανώς, χρήματα και υποσχέσεις: ήταν η απάντηση της Γερμανίας στην άρνηση του Κιέβου να υπογράψει αυτά που το Βερολίνο, δια της Ε.Ε. φυσικά, απαιτούσε.

Είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς άλλη τόσο εξόφθαλμη επέμβαση στα εσωτερικά πράγματα μίας χώρας από έναν υπουργό Εξωτερικών και μία κυβέρνηση μίας άλλης, όσο τώρα με την ιστορία Βέστερβέλε. Λίγο μετά, η ίδια η καγκελάριος Μέρκελ συνεργάστηκε επισήμως με την ηγεσία της αντιπολίτευσης της χώρας στην καγκελαρία.

Ισως, μία από τις ελάχιστες παρόμοιες περιπτώσεις είναι εκείνη της υπόθεσης Χανς Ντίντριχ Γκένσερ και της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας: με τον ίδιο ακριβώς τρόπο οι γερμανοί είχαν ξεκινήσει τη διάλυσή της.

Δυστυχώς, τότε, οι Αμερικανοί τους ακολούθησαν. Και τα αποτελέσματα τα ξέρουμε όλοι. Ελπίζει κανείς ότι δεν θα κάνουν το ίδιο σφάλμα και αυτή τη φορά, ώστε να οδηγηθεί τελικά η υπόθεση της Ουκρανίας σε ένα είδος επί τα χείρω ξαφνικής αναβίωσης του Ψυχρού Πολέμου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μετά τις μυστικές διαπραγματεύσεις της Αγίας Πετρούπολης για τη Συρία μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, οι σχέσεις Ουάσιγκτον – Μόσχας εισήλθαν σε μία νέα τροχιά αφανούς συνεργασίας. Μακάρι αυτό να επιβεβαιωθεί τελικά και εν προκειμένω.

Αλλιώς, οι περιπέτειες, που οφείλονται στην επιθετική γερμανική πολιτική από την οποία πλέον λείπουν μόνον τα όπλα αλλά όχι η ουσία, θα είναι πολύ μεγάλες.