Σε περίεργες ατραπούς έχει εισέλθει πλέον η υπόθεση της διεκδίκησης των οφειλών του πολέμου από τη Γερμανία. Μετά από πολύμηνη καθυστέρηση στην κατάρτιση ενός σχετικού πορίσματος από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, τώρα η κυβέρνηση δεν αρκείται καν σε αυτό αλλά θέλει ακόμα περισσότερη νομική δουλειά από τις υπηρεσίες, με το επιχείρημα ότι χρειάζεται καλύτερη προετοιμασία.

Δυστυχώς, αν η Ελλάδα θεωρεί ότι δεν κατάφερε ακόμα μετά από τόσο καιρό και με τόσο μεγάλη βοήθεια από τον Τύπο και από άλλες πλευρές να προετοιμαστεί επαρκώς για να προχωρήσει σε αυτή την υπόθεση, το μόνο εύλογο συμπέρασμα είναι πλέον ότι η κυβέρνηση απλώς δεν θέλει να προετοιμαστεί και δεν θέλει να προχωρήσει στη διεκδίκηση των οφειλών από το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο και τις άλλες αξιώσεις.

Είναι φανερό ότι όλα αυτά αποτελούν τεχνικές καθυστερήσεις προκειμένου η κυβέρνηση να μην βρεθεί απέναντι στη Γερμανία εγείροντας ένα θέμα που είναι βέβαιο ότι θα εξοργίσει το Βερολίνο. Και θα το εξοργίσει ακριβώς επειδή έχει πολύ σαφή και ουσιώδη βάση διεκδίκησης, την οποία, τόσο καιρό μετά, η κυβέρνηση ακόμα… δεν βλέπει.

Αλλωστε, αυτό ήταν εμφανές ότι θα συμβεί και από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν είπε κουβέντα για το ζήτημα σε όλες τις διμερείς επαφές με τη Γερμανία που έγιναν μετά το σχηματισμό των τελευταίων κυβερνήσεων τόσο στην Αθήνα όσο και στο Βερολίνο.

Εστω όμως ότι πραγματικά η κυβέρνηση μας δεν πείθεται από το πόρισμα, όπως φαίνεται από τις δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Βενιζέλου, που, ασφαλώς, απηχούν και τις απόψεις του πρωθυπουργού – δεν πιστεύει κανείς ότι ο υπουργός Εξωτερικών μιλά επ’ αυτού χωρίς να έχει τη σύμφωνη γνώμη του Αντώνη Σαμαρά. Τι κάνει τότε λοιπόν η κυβέρνηση; Σπαταλάει κι άλλον ένα χρόνο γυροφέρνοντας το ζήτημα; Ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών, διακεκριμένος νομικός του δημοσίου δικαίου, από εκεί περιμένει άραγε τις απαντήσεις; Αστειότητες…

Ασφαλώς όχι. Αν η κυβέρνηση ήθελε να προχωρήσει, θα ανέθετε τώρα την υπόθεση σε ένα συνδιασμό διεθνών δικηγορικών γραφείων και εταιρειών λόμπι που θα μπορούσαν, με υψηλό ποσοστό επί του αποτελέσματος σε περίπτωση νίκης, να προχωρήσουν με ταχύτητα στην υπόθεση της διεκδίκησης.

Για τη Γερμανία δεν υπάρχει μεγαλύτερος εφιάλτης από την έγερση ενός τέτοιου ζητήματος. Είναι πολύ πιθανό λοιπόν ότι η χώρα θα ζητούσε να αποφύγει τη διεθνή δικαστική διαμάχη και θα προχωρούσε τελικά σε μία διαπραγμάτευση για διμερή διευθέτηση του ζητήματος.

Ομως, από το 2009 και μετά, ελληνική κυβέρνηση και διαπραγμάτευση με το Βερολίνο είναι έννοιες ασύμβατες: δεν έγινε κάτι τέτοιο σε κανένα ζήτημα και δεν θα γίνει ούτε τώρα. Το γιατί, το έχουμε πει πολλλές φορές. Κι έτσι, όπως όλα δείχνουν, η Ελλάδα θα επιλέξει, ακόμα μια φορά, να ξεχάσει. Ολα τ’ άλλα…