Οι αυτοδιοικητικές εκλογές δεν είναι σαν τις εθνικές, δεν έχουν για όλη τη χώρα την ίδια σημασία. Για τα μεγάλα αστικά κέντρα είναι περίπου αδιάφορες, οι δήμαρχοι έχουν από τους πολίτες την ίδια απόσταση που έχουν με τους υπουργούς, παρεμβάλλονται πολλά στρώματα διοίκησης, θέλω να πω. Το ίδιο συμβαίνει και με τις περιφέρειες: μπορεί οι ασχολούμενοι με την Αυτοδιοίκηση να γνωρίζουν πόσο σημαντικές είναι οι αποφάσεις της περιφέρειας για την περιοχή τους αλλά οι πολίτες δεν το ξέρουν και δεν νοιάζονται τι κάνουν οι περιφερειάρχες –δεν ξέρουν καν τα ονόματά τους.
Είναι μοιραίο λοιπόν, ως έχει σήμερα η κατάσταση, οι εκλογές στις μεγάλες πόλεις και στις περιφέρειες να διεξάγονται με όρους κομματικής αναμέτρησης. Είναι χαρακτηριστική η ομιλία της υποψήφιας για την Περιφέρεια Αττικής σε πρόσφατη εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ όπου παρουσιάστηκαν οι ανώτεροι αυτοδιοικητικοί του υποψήφιοι. Δεν είπε ούτε μία λέξη για την Αττική, υπήρχε μάλιστα στον λόγο της η εξής κορόνα:
«…έχει σημάνει η ώρα της Δημοκρατίας, η μεγάλη ώρα της Αριστεράς. Η ώρα που περίμενε αλλά δεν πρόλαβε να ζήσει ο καπετάν Γιαννούτσος, ο τελευταίος μαυροσκούφης του Αρη, που έφυγε από κοντά μας μόλις χθες. Η ώρα για την οποία έδωσαν τη ζωή τους οι χιλιάδες μάρτυρες της Αριστεράς. Της εθνικής αντίστασης. Του ΕΑΜ. Της ΕΔΑ. Της γενιάς του 114. Του Πολυτεχνείου. Της Γένοβας και των πλατειών».
Η κυρία Δούρου αναμασά όλη την πρόσφατη αριστερή «αγωνιστική αλυσίδα» –τρόπος του λέγειν πρόσφατη, 70 χρόνια πίσω πάει. Νέος κρίκος σε αυτή θα είναι η εκλογή της ως περιφερειάρχου, για να δικαιωθεί ο Βελουχιώτης και να ολοκληρωθεί στο πρόσωπό της η εντελέχεια του ΕΑΜ. Καμία αίσθηση τόπου και χρόνου –ούτε καν του γελοίου.
Από την άλλη πλευρά, πολλά κεντρικά στελέχη των κομμάτων εμπλέκονται στις αυτοδιοικητικές εκλογές για καθαρά προσωπικούς επαγγελματικούς λόγους, ισχυροποίηση της κομματικής θέσης τους δηλαδή. Ανέδειξε εναργέστατα τη διάσταση αυτή ο Αντώνης Καρακούσης σε άρθρο του στο δικτυακό «Βήμα» («Ιδιοτελείς υποψήφιοι», 19.2.14) για τις περιπτώσεις των κ.κ. Κακλαμάνη, Σπηλιωτόπουλου, Τζιτζικώστα.
Οσο όμως κατεβαίνουμε στην κλίματα των μεγεθών, τόσο το ενδιαφέρον για την Αυτοδιοίκηση και τα πρόσωπα που διεκδικούν την ψήφο των συμπολιτών τους μεγαλώνει.
Ξεκινώντας από τα πρόσωπα, η διεκδίκηση αιρετού αξιώματος από μη επαγγελματίες πολιτικούς είναι δύσκολη απόφαση: δεν ακολουθείς τα βήματα σταδιοδρομίας, εκτίθεσαι στην κρίση των συμπολιτών σου, ελπίζεις να σε δικαιώσουν, να αναγνωρίσουν την αξία σου –και φοβάσαι μήπως σε υποτιμήσουν. Επιπλέον, οι τοπικοί επαγγελματίες, όταν δεν είναι κομματικά στελέχη που περιμένουν άλλες ανταποδόσεις, έχουν το πρόβλημα πως η ανάμειξη σε καταστάσεις διαιρετικές δεν βοηθά στη δουλειά τους –ενώ δημόσιοι υπάλληλοι ή συνταξιούχοι δεν αναλαμβάνουν κανένα ρίσκο. Οι περιπτώσεις επιτυχημένων επαγγελματιών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την πείρα τους για το κοινό καλό σπανίζουν δυστυχώς στην επαρχία.
Από τη στιγμή που θα αποφασίσει κάποιος να εκτεθεί στην κρίση της μικρής κοινωνίας του, πρέπει να προσπαθήσει να δικαιωθεί. Πολλές δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας, με ευγενείς προθέσεις οι περισσότεροι, θα εμπλακούν σε αυτή την προσπάθεια προσωπικής δικαίωσης, θα κινητοποιήσουν όλες τους τις δυνάμεις για να πετύχουν –για τούτο και οι ευρωεκλογές θα περάσουν σε δεύτερη μοίρα, κάνουν λάθος όσοι επενδύουν σε αυτές για να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, τα τοπικά οικονομικά και πολιτικά διακυβεύματα είναι μεγάλα: οι δήμαρχοι έχουν εξουσίες, ανεξέλεγκτες συνήθως. Πυκνή ομίχλη καλύπτει τη διαχείριση του δημοτικού χρήματος, τις αναθέσεις έργων, τα πεπραγμένα δημοτικών επιχειρήσεων, τους διορισμούς. Στις περιφέρειες, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη.

Πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι στις αυτοδιοικητικές εκλογές εμπλέκονται και οι βουλευτές, εκλεγμένοι ή και αποτυχόντες, οι κατ’ εξοχήν επαγγελματίες πολιτικοί της χώρας. Η εκλογή φίλων δημάρχων εξασφαλίζει πολιτική ισχύ και δυνατότητες μεγαλύτερου ελέγχου στους νομούς τους.

Η αλληλοϋποστήριξη δημάρχων-βουλευτών είναι ίσως ο σημαντικότερος λόγος διαιώνισης των ίδιων προσώπων για πολλές τετραετίες στις θέσεις τους και δημιουργίας «τζακιών» σε όλους τους νομούς. Η καλλιέργεια των πελατειακών σχέσεων περνά σε μεγάλο βαθμό μέσα από τις εξυπηρετήσεις (από την ανάθεση εργολαβιών σε «δικούς μας» ως τους διορισμούς) που εξασφαλίζει η τοπική αυτοδιοίκηση.
Συμπερασματικά, η Αυτοδιοίκηση (αναφέρομαι πρωτίστως στο επίπεδο των δήμων) θα μπορούσε να είναι παραδειγματικός τόπος καλλιέργειας δημοκρατικού ήθους και αποτελεσματικής διαχείρισης αν οι διαδικασίες επέτρεπαν στους άξιους να ασχοληθούν με αυτή. Επειδή οι συμπεριφορές δεν αλλάζουν εύκολα, αυτό που πρέπει να γίνει είναι αλλαγή στους θεσμούς. Νομίζω ότι ο περιορισμός των δημαρχιακών θητειών σε δύο μόνο θα ήταν σοβαρό πλήγμα για τα πελατειακά δίκτυα. Δεν είμαι κατά των επαγγελματιών πολιτικών (ίσα-ίσα, με φοβίζουν όσοι δηλώνουν ότι αναμείχθηκαν «για να προσφέρουν») και θεωρώ θετικό να ξεκινήσει κανείς την πολιτική του σταδιοδρομία από την Αυτοδιοίκηση, να αποκτά πείρα και να ανεβαίνει σε αξιώματα και ευθύνες. Αυτό που πρέπει να αντιμετωπιστεί είναι η ιδιοκτησιακή σχέση με τα δημόσια πράγματα, από αυτή πάσχουμε όπως αποδεικνύουν τα εκατοντάδες σκάνδαλα που, επιτέλους, αποκαλύπτονται.
Οι περιπτώσεις Καμίνη – Μπουτάρη με κάνουν αισιόδοξο: αν αυτοί πέτυχαν να εδραιώσουν το νέο παράδειγμα ανάμειξης στην Αυτοδιοίκηση στις δυσκολότερες περιοχές, εκεί που η αντιπαράθεση γίνεται με όρους εθνικών εκλογών, μπορούμε να ελπίζουμε στην επέκτασή του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ