To είπε τις προάλλες στη Βουλή ο Μανώλης Γλέζος: Αν η Νέα Δημοκρατία πάψει να παίρνει χρήματα από τον λαό για να τα δίνει στους τραπεζίτες και, γενικότερα, αν αποθέσει το ευαγγέλιο και το φραγγέλιο του Μνημονίου, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να σκεφτεί το ενδεχόμενο μιας πολιτικής συνεργασίας μαζί της. Εκανε αίσθηση τούτη η δήλωση. και πώς θα μπορούσε να μην κάνει όταν στον ελληνικό 21ο αιώνα κάποια από τα πρώην «μιάσματα» της μιας πλευράς και ορισμένοι «επάρατοι» της άλλης συνεχίζουν να αναστοχάζονται σε τακτά διαστήματα και με αταβιστική ευλάβεια το υγειονομικό χάος που τους χωρίζει. Αλλά όση αίσθηση και αν δημιούργησε το πράγμα, δεν ανταποκρίνεται στον ορισμό της γνήσιας είδησης, ιδίως αν σκεφτείς ότι ορισμένοι δημογέροντες και δημογερόντισσες του «προοδευτισμού» καταφέρνουν να πιστεύουν ακόμη και σήμερα ότι το ΠαΣοΚ είναι αναστάσιμο αρκεί να διακόψει τη μολυσματική συναναστροφή του με τη ΝΔ στα κυβερνητικά καταγώγια.
Οχι, η πραγματική είδηση δεν είναι αυτή, αλλά ό,τι ακολούθησε τη μεγάθυμη δήλωση Γλέζου. Και την ακολούθησε επίσημη διευκρίνιση του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με την οποία, μακράν του να σοβαρολογεί, ο βουλευτής ασκούσε το αναφαίρετο δικαίωμά του στην ειρωνεία. Δίνω εδώ την ήπια παράφραση μιας οργίλης ανακοίνωσης, σύμφωνα με την οποία όσοι δεν καταφέρνουν να συντονιστούν με τη χαριτωμένη ειρωνικότητα που, ως γνωστόν, διέπει τον κομματικό λόγο των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ συγκροτούν μια συνομοταξία «επικινδύνων και ηλιθίων». Τώρα, ένα από τα δύο συμβαίνει: ή η Κουμουνδούρου λανσάρει μια πολύ διασταλτική ερμηνεία της «ειρωνείας» ή η μεγάλη πλειονότητα των υπολοίπων στερούμεθα εκ γενετής αισθητήριο ειρωνείας. Αν ο Μανώλης Γλέζος ειρωνευόταν, είναι πολύ ενδιαφέρον ότι το έκανε με την ίδια υφολογική και κινησιολογική σεμνοπρέπεια που μετέρχεται όταν υπολογίζει τη δυσθεώρητη οικονομική οφειλή της Γερμανίας προς την Ελλάδα λόγω του κατοχικού δανείου.
Υποψιάζομαι ότι το περιστατικό δεν ανήκει στο κεφάλαιο της ειρωνείας. Αλλά αν ο Μανώλης Γλέζος πράγματι ειρωνευόταν, τότε το έκανε με τον ευθύγραμμο, αστόλιστο και άγευστο τρόπο της εύκολης «πλάκας» και καθόλου με τη λεκτική και εννοιολογική μαστοριά του ειρωνικού χιούμορ –τουτέστιν, μιας «δεξιότητας», η κατά κεφαλήν κατανομή της οποίας μέσα στην κοινοβουλευτική αίθουσα αλλά και στο ευρύτερο πολιτικό περιστύλιο είναι μάλλον προβληματική. Γιατί πρόκειται για δεξιότητα που προϋποθέτει παιδεία και καλλιεργημένη αίσθηση γλώσσας.
Στην πιο εύκολη παρερμηνεία τους, το καλό χιούμορ και η ειρωνεία ταυτίζονται με τη ροπή στην ανεκδοτολογία, αλλά στο περιστασιακό καλαμπούρι της παρέας όλοι μπορούν να έχουν λίγο-πολύ μετοχές. Κατά τα θρυλούμενα, ο Μιλτιάδης Εβερτ ήταν και ο Κώστας Καραμανλής είναι μεγαλομέτοχοι του είδους, αλλά δεν βλέπω πώς θα μπορούσαν να πιστωθούν με την πιο σεσοφισμένη ποικιλία που συζητάμε. Σε καθαρά κοινοβουλευτικό πλαίσιο, και σε εποχές πιο αισθητής εγγραμματοσύνης, ο Γεώργιος Παπανδρέου έμοιαζε να «το έχει». Δεν θα έλεγε κανείς το ίδιο για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αν και αυτός μοιραζόταν με τον Χαρίλαο Φλωράκη ένα πηγαίο, θυμοσοφικό κέφι. Ο Ανδρέας είχε την υποχρέωση να ρητορεύσει την κοσμογονική «Αλλαγή» με τέτοια μεγαλόφωνη επισημότητα που δεν έβρισκε χώρο για αξιομνημόνευτες ειρωνικές υφέσεις. Το ίδιο, και μεγαλύτερο, πρόβλημα φαίνεται να είχε ο Κώστας Σημίτης καθώς πάσχιζε για τον από καθέδρας εκσυγχρονισμό. Ο Γιώργος Παπανδρέου αντιμετώπιζε πολύ σοβαρά πρωτογενή (γλωσσικά) ελλείμματα για να καταφέρει να περάσει στο στάδιο του ειρωνικού πλεονάσματος. Ο Αντώνης Σαμαράς διασαλπίζει urbi et orbi το άλλο πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά χάνει διαρκώς την ευκαιρία, αν όχι για ειρωνικό χιούμορ, τουλάχιστον για αυτοειρωνικό ρεσιτάλ. Ο Αλέξης Τσίπρας, παρά τη διακεκριμένη θητεία του στη σοβαροφανή και μικρομέγαλη οπερέτα του μαθητικού συνδικαλισμού, σαφώς διαθέτει το ζητούμενο, και το απέδειξε περίτρανα στην περίπτωση του Μανώλη Γλέζου. δεν το εκδηλώνει όμως, πιθανότατα για να μην ερεθίσει τις «Ρόζες» του που δεν τυγχάνουν και πολύ ναζιάρες. Ο Δημήτρης Κουτσούμπας προφανώς το αποφεύγει ως ύποπτο για πρόκληση αστικού μορφασμού. Ετσι απόμεινε μόνος του ο Θεόδωρος Πάγκαλος με τα εγκαιροφλεγή ειρωνικά του, που πάντως θα έκαναν πιο ευδιάκριτη καριέρα αν, συχνά, δεν αποτελούσαν μέρος λιγότερο ελεγχόμενων εκρήξεων.
Κάποιοι μπορεί τώρα να σκεφτούν ότι το κομψό χιούμορ και η ευφυής ειρωνεία με τα συνώνυμα και συγγενικά τους, ανέκαθεν δυσεύρετα στον δημόσιο λόγο των πολιτικών, θα ήταν ακόμη πιο παράταιρα σήμερα που οι πολιτικοί γενικώς μοιάζουν καθηλωμένοι σε λαϊκό εδώλιο. Η έμμεση απάντηση είναι ότι η ξύλινη σοβαροφάνεια που ξέρουμε δεν συνιστά με κανέναν τρόπο εγγύηση σοβαρότητας και εντιμότητας. Και η άλλη, φαινομενικά μόνο παράδοξη, απάντηση είναι ότι μια καλλιεργημένη αίσθηση ειρωνικής απόκλισης μπορεί τελικά να είναι τεκμήριο ενός πολιτικού πολιτισμού που περιέχει περισσότερη σοβαρότητα και εντιμότητα.
Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ