Χιονοθύελλες, καταιγίδες και πλημμύρες σαρώνουν το βόρειο ημισφαίριο. Από τις παγωμένες στέπες της Σιβηρίας και τα βουνά της Αλάσκας μέχρι τα στρατόπεδα προσφύγων της Μέσης Ανατολής, χιονιάδες άνεμοι που έχουν ξεκινήσει από τον Βόρειο Πόλο παγώνουν τα πάντα στο διάβα τους. Γκρεμίζουν με ταχύτητες 100 χιλιομέτρων την ώρα ό,τι έχει απομείνει από τα ερείπια του εμφυλίου πολέμου στη Συρία. Τσακίζουν και ανατρέπουν σκηνές και τροχόσπιτα και κάνουν τα πεινασμένα παιδάκια να τουρτουρίζουν. Ακόμα και στα πετρελαιοφόρα εμιράτα του Αραβικού Κόλπου φέρνουν βροχοπτώσεις που αποτελούν κορυφαία επίδοση όλων των εποχών.
Μέσα στον χαμό και τον όλεθρο της βαρυχειμωνιάς φωτεινή εξαίρεση το αγαπημένο νησάκι μας, η Ελλάδα. Ημίγυμνα παιδάκια παίζουν ποδόσφαιρο στον ήλιο, ενώ θαλεροί γέροντες πλατσουρίζουν όλον τον χειμώνα στις υπέροχες παραλίες του Σαρωνικού. Τα καφενεία είναι γεμάτα από άνεργους αλλά και αργόσχολους, συνταξιούχους ή κοπανατζήδες που καπνίζουν αρειμανίως και σχολιάζουν με δηλητηριώδη διάθεση την πολιτική επικαιρότητα. Στη χώρα της αιώνιας άνοιξης, πριν ακόμα καλά-καλά μαζέψουμε τους περσινούς καρπούς, λεμονιές και πορτοκαλιές άρχισαν να ανθίζουν και αραιά και πού ορθώνει το κεφάλι της «χιονισμένη», όπως λέει ο ποιητής, μια αμυγδαλιά που ξεγελάστηκε, πέταξε όλα τα μπουμπούκια της και βγήκε Φεβρουάριο μήνα στο κουρμπέτι.
Πώς να αντέξεις τόση ομορφιά; Πώς να αποδεχθείς το σκάνδαλο μιας τόσο ευνοϊκής αντιμετώπισης από τη φύση; Καταφεύγοντας βέβαια στη μιζέρια, τη μικρότητα και την παραποίηση της πραγματικότητας.
Σταματώ αμέσως εδώ για να κάνω δήλωση κοινωνικής νομιμοφροσύνης και να διατηρήσω, αν γίνεται, το «δικαίωμα για να ομιλώ», όπως έλεγε και ο μακαρίτης Κουτσόγιωργας. Αισθάνομαι ότι εκατοντάδες αόρατα σε εμένα βλέμματα με κεραυνοβολούν μέσα από τις σελίδες του «Βήματος». Σπεύδω να τακτοποιήσω τη θέση μου. Δεν εννοώ, για όνομα του Θεού, ότι όλα πάνε καλά στον τόπο μας την εποχή που ζούμε. Εχω συνείδηση ότι η μισή περίπου κοινωνία μας υφίσταται το δράμα της ανέχειας και ότι το 1/4 περίπου των οικογενειών αναγκάζονται να υποστούν στερήσεις που γίνονται ολοένα και πιο επώδυνες. Αλλά μπορεί, βρε αδερφέ, να μας συμβεί και κάτι καλό.
Να, ήρθε π.χ. ο παιδαράς ο Κλούνεϊ, ο μοναδικός και ανεπανάληπτος γόης αυτή τη στιγμή, που «έχει πηδήξει» όχι τη μισή Αθήνα (ας με συγχωρήσει ο φίλος Πέτρος Τατσόπουλος, σιγά τη μεγαλούπολη άλλωστε) αλλά το μισό Χόλιγουντ, και απαντώντας σε μια πονηρή ερώτηση μιας νεαρής ελληνίδας δημοσιογράφου (συγχαρητήρια στην κοπελιά, όποια και αν είναι) ξαναφέρνει στην επικαιρότητα το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα που το είχαμε ξεχάσει.
Τι ήθελε να τολμήσει να προκαλέσει την έμφυτη εκ γενετής μιζέρια της προοδευτικής μας διανόησης; Βγήκε η μια ανεμίζοντας το ταγάρι της, βγήκε ο άλλος ερεβώδης από τα βάθη της βαλκανικής του γνησιότητας και όλοι μαζί όρμησαν πάνω στον Κλούνεϊ «που δεν είναι δα και τίποτα σπουδαίο», «που πλουτίζει ασύστολα» γιατί έχει μια ξεδιάντροπη επιτυχία στην επαγγελματική του δραστηριότητα, που είναι επιτυχημένος «στις δημόσιες σχέσεις» και «χειραγωγεί τα μέσα ενημέρωσης».
Την ίδια μέρα που η σκοροφαγωμένη διανόησή μας έβγαζε τα απωθημένα της, ξεσπούσε σάλος γύρω από τα Γλυπτά του Παρθενώνα: 87% των αναγνωστών της πιο συντηρητικής και πιο εθνικιστικής εφημερίδας της Αγγλίας, της «Daily Telegraph», υποστήριξε ότι πρέπει να επιστραφούν τα Γλυπτά στην Ελλάδα. Ακαδημαϊκοί, καλλιτέχνες, πολιτικοί από όλη την Ευρώπη και την Αμερική υποστήριζαν τον Κλούνεϊ, και ο μόνος που αποφάσισε να ξεφτιλιστεί δημόσια ήταν ο ακατονόμαστος δήμαρχος του Λονδίνου, που νομίζω ότι για μια σειρά από λόγους θα μπορούσε να διεκδικήσει μια θέση στην αντιμνημονιακή παράταξη της ελληνικής Βουλής.
Ταπεινά και με απεριόριστο θαυμασμό θέλω να απευθύνω στον Τζορτζ Κλούνεϊ δύο μηνύματα. Στα αγγλικά: «Yeah man you got ’em marbles» και στα ελληνικά: «Κλούνεϊ θεέ, πάρε την ΠΑΕ».
Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ