Από τη φύση του, το κοινοβουλευτικό σύστημα απαιτεί ψήφους για την εκλογή των πολιτικών. Και για τις ψήφους αυτές οι πολιτευτές θα κάνουν ό,τι θέλουν οι ψηφοφόροι. Στην Ελλάδα μέγα μέρος του εκλογικού σώματος εμπορεύεται την ψήφο του επ΄ ανταλλάγματι: Απαιτεί ρουσφέτια, δηλαδή αξιώνει την παράνομη διακριτική μεταχείρισή του εις βάρος των άλλων. Και οι πολιτευτές τάζουν (και συνήθως υλοποιούν) ό,τι τους ζητείται. Και κρίνονται τελικά από αυτό και όχι από την προσφορά τους στο κοινωνικό σύνολο.

Να λοιπόν πώς προκύπτει ο φαύλος κύκλος από τον οποίο δεν μπορούμε να βγούμε. Όσο ζητάμε από τους πολιτικούς μας ρουσφέτια κραδαίνοντας την ψήφο μας, ρουσφέτια θα κάνουν και εκείνοι προκειμένου να επανεκλεγούν. Και η μιζέρια θα συνεχίζεται διότι και οι περισσότεροι από όσους δεν ζητούν ρουσφέτια είναι σε κάποιο βαθμό «βολεμένοι» και δεν αντιδρούν δυναμικά. Οι δε πολιτικοί μόνον έτσι έχουν μάθει να λειτουργούν και άν δεν αναγκαστούν δεν το αλλάζουν.

Πολλοί λοιπόν υποστηρίζουν πως τίποτε δεν θα διορθωθεί. Θεωρώ όμως ότι δεν έχουμε πια άλλα περιθώρια προσκόλλησης στις πρακτικές του παρελθόντος, αλλιώς θα σβήσουμε ως κοινωνία και ως χώρα στα πλαίσια της Παγκοσμιοποίησης.

Τι ψηφίζουμε λοιπόν;

Άς ψηφίσει ο καθένας ό,τι τον εκφράζει. Το κύριο πρόβλημα δεν είναι ο πολιτικός σχηματισμός που θα μας κυβερνήσει. Είναι το ρουσφέτι, η διαφθορά, ο λαϊκισμός, η έλλειψη οράματος – σοβαρότητας – συνέπειας και προοπτικής, η φεουδαρχική νοοτροπία διοικούντων και διοικουμένων, η έλλειψη πραγματικού δημόσιου διαλόγου, η στείρα αντιπαράθεση και ο επαρχιωτισμός. Αυτές όμως οι παθογένειες διατρέχουν οριζόντια όλα τα πολιτικά κόμματα. Άρα, η ανάγκη καταπολέμησης αυτών των χρόνιων νοσημάτων της κοινωνίας μας θάπρεπε να συνδέει σθεναρά όσους δεν κοιτούν μόνο την πάρτη τους αλλά έχουν επίγνωση δημοσίου συμφέροντος και προοπτικής και ανησυχούν, ανεξάρτητα σε ποιόν ιδεολογικό ή κομματικό χώρο ανήκουν.

Με άλλα λόγια, αντί για ρουσφέτια και λαϊκισμούς, θάπρεπε, όσοι ανησυχούμε, να ζητάμε δυναμικά από τους υποψήφιους πολιτικούς όραμα, σοβαρότητα, εργατικότητα, εντιμότητα, ισονομία, αξιοκρατία, διάλογο και διαφάνεια. Πόσοι όμως συνειδητοποιούν αυτή την αλήθεια; Και πόσοι είναι διατεθειμένοι να αγωνιστούν σχετικά;

Μια πρόταση.

Θα ήταν χρήσιμο, σε πρώτη φάση, να γίνει μια σοβαρή σφυγμομέτρηση για να μετρήσει τί ποσοστό του πληθυσμού αντιλαμβάνεται την ανάγκη να επιλέγουμε και να κρίνουμε τους πολιτικούς με βάση τα παραπάνω κριτήρια ως απαραίτητη προϋπόθεση για να πάμε μπροστά. Θα ήταν ενδιαφέρον να διερευνηθεί η αναλογία αυτή σε κάθε πολιτικό χώρο ξεχωριστά, σε κάθε ηλικία, χώρια στους εργαζόμενους στο Δημόσιο και στον Ιδιωτικό τομέα, σε άνεργους, σε ελευθεροεπαγγελματίες και επιχειρηματίες, σε αστικές και σε αγροτικές περιοχές. Και να ερωτηθούν άν τα παραπάνω τα θεωρούν πιό σοβαρά και από τον πολιτικό χώρο στον οποίον ανήκουν. Και άν θα ήσαν διατεθειμένοι να υποστηρίξουν ένα νέο πολιτικό σχηματισμό, ανεξάρτητο από όλους τους υφιστάμενους, που θα στηρίζεται σ΄αυτές τις αρχές και θα δηλώνει ότι παραιτείται εθελοντικά από κάθε ευνοϊκή μεταχείριση, ασυλία ή παραγραφή και ότι θα εφαρμόζει στον εαυτό του διαδικασίες διαφάνειας και θα δέχεται εξωτερικό αντικειμενικό έλεγχο.

Τα συμπεράσματα μιας τέτοιας καλά μελετημένης σφυγμομέτρησης θα φώτιζαν ιδιαίτερα τις διαμορφούμενες τάσεις στην κοινωνία μας και θα μετρούσαν και το βαθμό συνειδητοποίησης των ψηφοφόρων για το τί μας κρατάει πίσω. Άν, παρόλα τα δεινά μας, η μεγάλη πλειοψηφία επιλέξει τη στείρα αντίδραση και το ρουσφέτι, τότε η όποια ελπίδα ανάτασης θα αποδειχθεί φρούδα. Θα συνεχίσουμε να γυρνάμε γύρω από την ουρά μας και οι άλλοι θα μας προσπερνούν με περιφρόνηση…

Άν, αντίθετα, το αποτέλεσμα δείξει υψηλό βαθμό συνειδητοποίησης, αυτό ευελπιστούμε ότι θα εξαναγκάσει όλα τα κόμματα να αναθεωρήσουν επί τα βελτίω πολλές από τις πρακτικές τους και ίσως δρομολογήσει και την ίδρυση νέων πολιτικών σχηματισμών. Τυχόν εμφάνιση ενός νέου ικανού ηγέτη θα ήταν βεβαίως καταλυτική…

Την πρωτοβουλία και τη χρηματοδότηση μιας τέτοιας έρευνας καλό θα ήταν να αναλάβει ένα ανεξάρτητο ίδρυμα κύρους (π.χ. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Ίδρυμα Ευγενίδου ή Νιάρχου ή Ωνάση) ή κάποιος συνδυασμός τους που θα μπορεί να πείσει τους πολίτες για την αντικειμενικότητα των προθέσεών του. Και τα αποτελέσματα να γίνουν γνωστά στο ευρύτερο κοινό στα πλαίσια οργανωμένου δημόσιου διαλόγου που θα πρέπει οπωσδήποτε να ακολουθήσει για τον προβληματισμό της κοινωνίας.