Σε μια ανανεωμένη προσπάθεια να ερμηνεύσουμε τα αίτια της πρωτοφανούς και ανεξήγητης παγκόσμιας χρηματο-οικονομικής κρίσης που μαστίζει για χρόνια τώρα την ανθρωπότητα, κάνουμε μερικές σκέψεις οι οποίες εντοπίζουν ως βασική αιτία, τις ακάθεκτες, συνεχείς και αλματώδεις αυξήσεις στις τιμές του πετρελαίου.

Θέλουμε να τις μοιρασθούμε μαζί σας, ενώ τις θέτουμε και υπό την αίρεση και τα σχόλια των επαϊόντων. Θα ήταν ενδιαφέρον ν’ ακουσθούν σχόλια και να εκφρασθούν απόψεις, θετικές ή αρνητικές, για να μπορέσει το ευρύ κοινό ν’ αντιληφθεί τους παράγοντες εκείνους που οδήγησαν στο όργιο της καταλήστευσης των ανά τον κόσμο καταναλωτών και τη διοχέτευση τεράστιου μέρους του παγκόσμιου πλούτου στα χέρια ελαχίστων.

Εξ ου, πιστεύουμε, και η κρίση. Αλλά και για ν’ αντιληφθεί το καταναλωτικό κοινό και τις δικές του ευθύνες. Είναι ακατανόητη η ανοχή του, τα τελευταία χρόνια, που αδιαμαρτύρητα σιωπούσε και αγόγγυστα πλήρωνε τις απανωτές αλματώδεις αυξήσεις της τιμής του πετρελαίου και τις εξ’ αυτών ανοδικές συνέπειες στο κόστος της ζωής. Είναι η ανοχή αυτή, πιστεύουμε, που άνοιγε την όρεξη για συνέχιση των αυξήσεων που προκάλεσαν τις αλυσιδωτές ανατιμήσεις και σε όλα τα βασικά καταναλωτικά αγαθά των οποίων σημαντικό μέρος του κόστους τους είναι το πετρέλαιο.

Ας σημειωθεί ότι μέχρι το 1969 και για πολλά χρόνια, η τιμή του αργού πετρελαίου ήταν κάτω από τα τρία δολάρια το βαρέλι. Ξεκίνησε το 1946 με $1.37 και τους επήρε 23 όλα χρόνια για να τους επιτρέψει η αγορά ν’ αυξήσουν την τιμή κατά $1.98 δηλαδή 145%, στα $3.35 το 1969. Αντίθετα στα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια (1999 – 2013) η αύξηση έφθασε, για μια περίοδο, τα $150, δηλαδή 1159%. Είναι ποτέ δυνατό να δικαιολογηθεί μια τόσο μεγάλη αύξηση, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, μέσα σε 14 χρόνια;

Η αχαλίνωτη αυτή αύξηση της τιμής του πετρελαίου και η δι’ αυτής απομύζηση από τους καταναλωτές όλου του κόσμου και κατ’ επέκταση από την παγκόσμια οικονομία, κολοσσιαίων κεφαλαίων, πολλών τρισεκατομμυρίων ευρώ, τα οποία ετέθησαν, εν πολλοίς, εκτός κυκλοφορίας και κατέληξαν στα ταμεία των ολίγων πετρελαιοπαραγωγών χωρών και των πολυεθνικών εταιρειών που εμπορεύονται και εκμεταλλεύονται τα πετρέλαια, υπήρξε, πιστεύουμε, το έναυσμα της σημερινής παγκόσμιας οικονομικής κακοδαιμονίας.

Οι χαμηλές τιμές μέχρι το 1969 αποτελούν απόδειξη ότι το κόστος της ανόρυξης και διακίνησης του αργού πετρελαίου επέτρεπε τις χαμηλές εκείνες τιμές και μάλιστα άφηνε, τεράστια κέρδη τότε στις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, οι οποίες, ως γνωστόν είχαν πλουτίσει από τα πετρέλαια τους. Σύμφωνα με κάποια στοιχεία που μπορέσαμε να συλλέξουμε, το σημερινό κόστος της ανόρυξης και διακίνησης είναι γύρω στα $20 το βαρέλι. Πώς επομένως δικαιολογείται να έχει φθάσει η τιμή του πετρελαίου μέχρι και τα $150 το βαρέλι; Σήμερα κυμαίνεται γύρω στα $100. Είναι οφθαλμοφανές ότι πρόκειται περί αισχροκέρδιας. Πώς το επέτρεψε η διεθνής κοινωνία;

Το μεγάλο άλμα στην αύξηση της τιμής του πετρελαίου επετεύχθη μετά που βρέθηκαν τα τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου στη Βόρεια Θάλασσα που η ανόρυξη τους κόστιζε τότε πάνω από $5.50 το βαρέλι ενώ οι τιμές πωλήσεως ήταν τότε $2.80, γεγονός που και καθιστούσε άνθρακες τον θησαυρό τους. Είναι τότε που φαίνεται συνεννοήθησαν μεταξύ τους οι νέες παραγωγικές χώρες με τις παλιές και με κρατική στήριξη προφανώς, έγινε το πρώτο άλμα από $2.80 στα $7.50 χωρίς, παραδόξως, ν’ ακουσθεί η παραμικρή σοβαρή διαμαρτυρία.

Αυτό τους ενεθάρρυνε, και αντιστάσεως μη ούσης, άρχισε το ράλλι των αυξήσεων και εσυνεχίσθη. Το γιατί δεν υπήρξεν η εύλογη και στην ανάλογη έκταση και ένταση αντίδραση από τον καταναλωτικό κόσμο χρήζει μελέτης. Είναι ανεξήγητο και αδικαιολόγητο. Πολύ πιθανό να έπαιξαν ρόλο, μεταξύ άλλων, οι Κυβερνήσεις, ορισμένα ισχυρά διεθνή ΜΜΕ αλλά και φόρα που ελέγχονται από τα επηρεαζόμενα συμφέροντα.

Το 1974 o γράφων είχε λάβει μέρος στο “First European Management Forum” του Davos. Το θέμα του Forum τη χρονιά εκείνη ήταν αποκλειστικά το πετρέλαιο και το μέλλον του. Οι ομιλητές, όλοι παγκόσμιου κύρους προσωπικότητες, υπεστήριξαν με πάθος και άφθονα επιχειρήματα και “τεκμήρια”, ότι τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου θα εξαντλούντο σε 69 χρόνια από το 1974. Σήμερα γνωρίζουμε όλοι ότι το Φόρουμ εκείνο στο Davos είχε, κατά πάσα πιθανότητα, στόχο να προλειανθεί το έδαφος για τις αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου που θα ακολουθούσαν, όπως και πράγματι συνέβη.

Η επιβάρυνση του καταναλωτή διεθνώς από τις αυξήσεις των πετρελαίων και τις αλυσιδωτές αυξήσεις βασικών καταναλωτικών αγαθών με τους μετριότερους υπολογισμούς ξεπερνούν τα $7 με $ 8 τρις ετησίως. Για τα 14 τελευταία χρόνια μόνο, η επιβάρυνση φθάνει τα €98 – €112 τρις., που ήταν δυνατό να προκαλέσει την ανισορροπία στην παγκόσμια οικονομία.

Πριν τις μεγάλες αυξήσεις η τιμή του πετρελαίου αντιπροσώπευε περίπου το 40% του συνολικού κόστους ζωής. Μπορεί εύκολα κανείς να αντιληφθεί πόσο έχει ανέβει σήμερα το ποσοστό αυτό με τις τρέχουσες τιμές. Ενδεικτικά, στην Κύπρο, το 2012 το σύνολο των εξαγωγών μας ήταν €1,422 δις και κάλυψε μόνο το 82.3% των συνολικών μας εισαγωγών σε πετρελαιοειδή που έφθασαν τα €1.728.

Το εκπληκτικό είναι ότι η οικονομική κρίση ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, τους καθηγητές της οικονομικής επιστήμης δια των προβληματικών στεγαστικών δανείων (subprime mortgages).

Όπως ήταν αναμενόμενο η οικονομική κρίση των ΗΠΑ εξήχθη σύντομα στην Ευρώπη και στο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου.

Παράλληλα η παγκόσμια λαιμαργία για κέρδος και το κίνητρο των αδρών bonuses, αύξησε τα δάνεια χωρίς το ανάλογο αντίκρισμα. Αυτό αύξησε την τιμή των ακινήτων σε επίπεδα που δεν μπορούσαν να υποστηριχθούν. Έτσι δημιουργήθηκε μια τεραστίων διαστάσεων φούσκα στα ακίνητα. Με την αναπόφευκτη πτώση των τιμών των ακινήτων που ακολούθησε η φούσκα έσπασε παρασέρνοντας τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα του κόσμου, με θύμα όπως πάντα τον φορολογούμενο πολίτη/καταναλωτή.

Και όταν έρχονται τα κράτη και οι κυβερνήσεις τους να επιβαρύνουν τα δημόσια ταμεία τους με τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια Ευρώ για να σώσουν τις τράπεζες, πάλιν είναι έμμεσα από τη τσέπη του φορολογουμένου που τα αντλούν.

Το καταπληκτικό και ανεξήγητο είναι ότι η άγρια αυτή εκμετάλλευση των πολλών από τους ολίγους δεν έχει εξεγείρει τις μάζες ενάντια σ’ αυτή την απομύζηση του οικονομικού αίματος τους. Δεν είδαμε πουθενά εξεγέρσεις, παγκόσμιας κλίμακας, αναταράξεις και διαμαρτυρίες, ενάντια στην οφθαλμοφανή αυτή εκμετάλλευση σε βάρος του καταναλωτή. Χρειάζεται κάποιοι ειδικοί ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι να ερμηνεύσουν κάποτε την ανερμήνευτη αυτή απάθεια και ανεκτικότητα της παγκόσμιας κοινωνίας. Να ερμηνευτεί άραγε ως έκφραση «ευγένειας – πολιτισμού»;

Η Κύπρος δεν μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαίρεση στον κανόνα.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση επέφερε και στη μικρή μας οικονομία τις βαριές συνέπειες της και κάτι παραπάνω, λόγω μεγέθους αλλά και διότι κάτω, ίσως, από την επιρροή του «οπίου» της καλοπέρασης, αλλού ετυρβάζαμε για ν’ αντιληφθούμε έγκαιρα το τσουνάμι που μας ερχόταν και συνεχίσαμε ακάθεκτοι και αχάπαροι των συνεπειών που μας ανάμεναν, να τρώμε με εφτά μασέλες, νόμιμα ή παράνομα.

Παραβλέψαμε επίσης, πάνω στην ευφορία που χαρακτήριζε τη ζωή μας μιαν οικονομικήν αμαρτία που έτρωγε ως σαράκι την σάρκα της οικονομίας μας, τα ψηλά επιτόκια.

Από το τέταρτο τρίμηνο του 2008, μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προχώρησε σε μεγάλη μείωση του βασικού επιτοκίου σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τις οικονομίες των χωρών στη ζώνη του ευρώ και να αναχαιτίσει την ύφεση. Δυστυχώς την εποχή εκείνη οι δύο βασικοί θεσμοί της οικονομίας μας, η Κυβέρνηση και ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, δεν είχαν ουσιαστική επικοινωνία και συνεργασία, για να ενεργήσουν προληπτικά.

Αποτέλεσμα αυτής της κακής συγκυρίας ήταν να παραμείνουν τα επιτόκια, σε επίπεδα πολύ ψηλά για μια οικονομία με τόσο σοβαρά προβλήματα. Ενδεικτικό του μεγέθους του προβλήματος που τα ψηλά επιτόκια δημιούργησαν, είναι ότι το σύνολο των δανείων σε Κυπριακές επιχειρήσεις και νοικοκυριά αυξήθηκε από €40 δις ή 235% του ΑΕΠ το 2008 σε €48.5 δις το 2012 ή 285% του ΑΕΠ. Η τεράστια αυτή αύξηση στην ήδη υπερδανεισμένη Κύπρο, έγινε σε μια τετραετία που οι περισσότεροι δανειζόμενοι είχαν ήδη αντιληφθεί τα επερχόμενα προβλήματα και προσπαθούσαν να μειώσουν τον δανεισμό τους. Ωστόσο, τα δανειστικά επιτόκια, τα οποία παρέμειναν σε επίπεδα περίπου 3% ψηλότερα του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ, επιβάρυναν κατά την τετραετία 2009 – 2012 τους δανειζόμενους με επιπλέον τόκους περίπου €5 δις. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για εκείνους που από το 2008, λόγω της κρίσης, δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους, με αποτέλεσμα τα υπόλοιπα των δανείων τους να αυξάνονται ανεξέλεγκτα και το πρόβλημα να παραμένει καλά κρυμμένο κάτω από το χαλί, μέχρι την έλευση της Τρόικας και την έκθεση της Pimco, η οποία απλά αποκάλυψε την πραγματική κατάσταση του τραπεζικού μας συστήματος.

Σήμερα περισσότερο παρά ποτέ επείγει η μείωση των επιτοκίων δανεισμού. Η μείωση των δανειστικών επιτοκίων θα μειώσει τις μηνιαίες δόσεις των νοικοκυριών και θα αυξήσει το διαθέσιμο τους εισόδημα. Αυτό με τη σειρά του θα αυξήσει τη ζήτηση στην Κυπριακή Οικονομία και θα έχει ως αποτέλεσμα την σταθεροποίηση αρχικά και την μείωση μεσοπρόθεσμα της ανεργίας. Το φλέγον θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα ευνοηθεί επίσης από μια μείωση των δανειστικών επιτοκίων, αφού η αυξημένη τοπική ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες σε συνδυασμό με το μειωμένο κόστος χρηματοδότησης θα ενισχύσουν την κερδοφορία των επιχειρήσεων και θα διευκολύνουν την αποπληρωμή των δανείων.

Μια πηγή δανεισμού που θα μείωνε αποτελεσματικά τα δανειστικά επιτόκια, η ιδανικότερη, και θα μας εξασφάλιζε ικανοποιητική ρευστότητα, θα ήταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία έχει, άλλωστε, ηθικήν υποχρέωση να το πράξει διότι η Τρόικα ευθύνεται για το απαράδεκτο καθεστώς που μας επέβαλαν και έστειλαν στο ναδίρ την εμπιστοσύνη στο Τραπεζικό μας σύστημα ως συνέπεια του bail-in, το οποίο απεφάσισαν για την μικρή Κύπρο ως πειραματόζωο, το πρώτο και μοναδικό, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. Μας επέβαλαν μια ριζοσπαστική λύση η οποία απαιτεί και ανάλογη ριζοσπαστική βοήθεια για θεραπεία της.

Το τρέχον επιτόκιο που έχει καθορίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι 0.25% από το οποίο η Κυπριακή οικονομία δεν έχει μέχρι σήμερα επωφεληθεί.

Δια πραγματικά αποτελέσματα θα πρέπει, εφ’ όσον θα εξασφαλισθεί η χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το όφελος να μετακινηθεί στους δανειολήπτες δια της ανάλογης μείωσης των επιτοκίων.

Με την δάδα της ελπίδας αναμμένη, να ανθέξουμε στερήσεις για λίγο χρόνο ακόμα χωρίς μεμψιμοιρίες και χωρίς να χάνουμε τον προσανατολισμό μας προς την ανάκαμψη και την πρόοδο.

Η Κύπρος, από όλο τον υπόλοιπο κόσμο έχει σήμερα ευνοηθεί από τη φύση. Έδωσε η καλή μοίρα να ορθώνεται μπροστά μας ένα λαμπρό, πολλά υποσχόμενο μέλλον, με τα Θεόπεμπτα πλούσια κοιτάσματα μας υδρογονανθράκων τα οποία για το μικρό μέγεθος του Νησιού μας, εφ’ όσον θα επιτύχουμε τη διασφάλιση των κυριαρχικών μας δικαιώματα επ’ αυτών, θα εξασφαλίσουν για μας και τις επερχόμενες γενιές άνεση και ευημερία.