Σπάνια διευθυντής ορχήστρας αγαπήθηκε τόσο πολύ από τους μουσικούς και το κοινό. Ο Κλάουντιο Αμπάντο, πραγματικός μύθος της μπαγκέτας και εδώ και χρόνια η πιο προικισμένη και χαρισματική προσωπικότητα της κλασικής μουσικής, πέθανε στις 20 Ιανουαρίου στο σπίτι του στη Μπολόνια.
Ο Αμπάντο γεννήθηκε στο Μιλάνο το 1933, ανάμεσα σε γονείς και αδέλφια μουσικούς και αρχιτέκτονες. Ήδη το 1958, σε ηλικία 25 ετών, κέρδιζε στις ΗΠΑ τον διαγωνισμό Κουσεβίτσκι και αμέσως μετά διηύθυνε τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης.

Η συνέχεια είναι ιλιγγιώδης: το 1960 εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θέατρο της Σκάλας, το 1963 κερδίζει τον περίφημο διαγωνισμό «Δημήτρης Μητρόπουλος» της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης και προσκαλείται από τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν να διευθύνει τη Φιλαρμονική της Βιέννης στο Σάλτμπουργκ, ενώ το 1969, σε ηλικία 36 ετών, γίνεται ο νεότερος μουσικός διευθυντής στην ιστορία της Σκάλας του Μιλάνου.

Εδώ ο Αμπάντο ανανεώνει το κλασικό ρεπερτόριο όπερας με πολλή σύγχρονη μουσική, ενώ προχωρεί ακόμη και σε παραγγελίες έργων σε συνθέτες όπως ο γερμανός Στοκχάουζεν, πράγμα που είχε να συμβεί από το 1926, όταν η Σκάλα είχε παραγγείλει την Τουραντό στον Πουτσίνι!

Παράλληλα ο Αμπάντο, με βαθιές δημοκρατικές πεποιθήσεις και διόλου αδιάφορος για το πολιτικό κλίμα της εποχής του 1970 στην πατρίδα του, καθιερώνει συναυλίες για φοιτητές και εργαζόμενους σε συνεργασία με τους φίλους του, τον αριστερό συνθέτη Λουίτζι Νόνο, τον πιανίστα Μαουρίτσιο Πολίνι και τον Τζόρτζιο Στρέλερ, μυθικό διευθυντή του «Πίκολο Τεάτρο».

Το 1982 ιδρύει τη Φιλαρμονική της Σκάλας, ενώ είναι ο πρώτος διεθνώς που επιδίδεται στη δημιουργία ορχηστρών νέων και την ανακάλυψη ταλέντων όπως ο διάσημος πλέον βενεζουελανός μαέστρος Γκουστάβο Ντουνταμέλ. Ο Αμπάντο φτάνει στο απόγειο της καριέρας του το 1989, καθώς οι μουσικοί της Φιλαρμονικής του Βερολίνου τον επιλέγουν ως διευθυντή τους, μετά από 35 χρόνια απόλυτης κυριαρχίας του Κάραγιαν.
Ο Αμπάντο έφερε ένα μοναδικό αέρα ανανέωσης στον χώρο της κλασικής μουσικής, με τον ανθρωπισμό του, την ευαισθησία του, τη διαύγεια της ερμηνείας του, τη συγκίνηση που εξέπεμπε, τη σιωπή που επιζητούσε πριν και μετά τη μουσική εκτέλεση. Δεν είχε τίποτα από τον αυταρχισμό πολλών προκατόχων του, δεν διέκοπτε την πρόβα με ατελείωτες υποδείξεις.

Ήταν απλός, στοχαστικός και λιγόλογος, ακόμη και στις δοκιμές όπου συνήθως οι παρατηρήσεις του ήταν για τεχνικά ζητήματα της εκτέλεσης. Η ερμηνεία περνούσε από τα χέρια και τα μάτια, από τη μαγεία της επικοινωνίας που πρώτοι οι μουσικοί του έχουν αναγνωρίσει. «Να παίζουμε μουσική μαζί, να ακούμε ο ένας τον άλλο» ήταν η ιδέα του.

Η απέραντη δισκογραφία του περιέχει μνημεία της ερμηνείας, όπως η τρίτη ηχογράφηση των συμφωνιών του Μπετόβεν το 2008 ή οι συμφωνίες του Μάλερ με την ορχήστρα του φεστιβάλ της Λουκέρνης.

Ενάντια στις περικοπές στον πολιτισμό, δεν δίστασε το 2008 να χαρακτηρίσει τον τότε ιταλό υπουργό Πολιτισμού «μοναδικό παράδειγμα αμορφωσιάς». Το 2013 ορίστηκε γερουσιαστής δια βίου και παραχώρησε τον μισθό του στη σχολή μουσικής στο Φιέζολε της Φλωρεντίας.


* Ο Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.