Πριν από λίγα χρόνια θεσμοθετήθηκε ο «χωρικός αντιδήμαρχος», ως «τοπικός» για τους πρώην μικρότερους δήμους που καλά κρατούσαν πριν ενταχθούν σε μεγαλύτερους. Πρόσφατα δόθηκε η αφορμή να έλθουν στην επικαιρότητα οι «βλαχοδήμαρχοι». Σύμφωνα με Λεξικά του μεσοπολέμου πρόκειται για τους «χωρικούς δημάρχους, ιδίως ορεινών και ποιμενικών τόπων». Αφήνοντας στην άκρη ό,τι δευτερογενώς αποδελτιώνουν σύγχρονα Λεξικά («νεόπλουτος χωριάτης με άξεστους τρόπους») αντλώ από πρόσφατη μονογραφία για τον «κοινοτισμό» των γραπτών του Κ. Καραβίδα τη μαρτυρία ότι η επέκταση της νομοθεσίας «περί δήμων και κοινοτήτων» στις Νέες Χώρες (νόμος ΔΝΖ’, 1912) είχε ως «αποτέλεσμα την περαιτέρω αποξένωση του πληθυσμού από τις επίσημες κοινότητες και την ενίσχυση των «τζορμπατζήδων», των «προκρίτων» που μεταβλήθηκαν σε «βλαχοδήμαρχους».
Επειδή και με τη μονογραφία αυτή η περιγραφική αφέλεια βρίσκεται σε έξαρση (ο «κοινοτισμός» είναι «πνεύμα ζωής», δηλαδή «δεδομένο οικονομικό, κοινωνικό και βιολογικό») και αντίστοιχα η αίσθηση της ιστορίας είναι περιορισμένη («Αν η κοινοτική πολιτεία εγκαθιδρυθεί, θα κλείσει η προϊστορία του νεώτερου Ελληνισμού και θα ανοίξει η ιστορία του»), ας μου επιτραπεί να ανατρέξω στον Δημήτρη Χατζή, του οποίου φέτος γιορτάζουμε τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του.
Οταν στο Διπλό βιβλίο ο «συγγραφέας» αντιπαραθέτει στις «πολιτείες των ξένων» τις «καινούργιες κοινότητες των ανθρώπων» δεν υπονοείται βέβαια ένας «κοινοτισμός» που θα κινούνταν να επαναφέρει την «καινούργια ανθρώπινη κοινωνία» στην αγροτική «κοινότητα». Γιατί ο τρόπος σύλληψης της «αφθονίας» των αγαθών που «να ‘ναι η χρήσιμη και να ‘ναι για όλους» παραπέμπει σε μια αναπτυγμένη τεχνολογική κοινωνία.
Η απόπειρα, βέβαια, να προσληφθεί η θέση αυτή μέσω των επεξεργασιών του Κ. Καραβίδα, στις οποίες πράγματι έφτασε κοντά ο Χατζής κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’30, παραβλέπει εντελώς τη φορά της «γενικής νομοτέλειας» που δεν θα επιστρέψει ποτέ στους προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς ή στην «κλειστή αγροτική, μεσαιωνική κοινότητα».
Εκεί, με την «περιορισμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων», θα μπορούσε να νοηθεί η «κοινότητα» ως η «πρώτη μεγάλη παραγωγική δύναμη, ως «πρωτόγονος τύπος της κοινοτικής ή συλλογικής παραγωγής». Μόνον η «αναίρεση» («Aufhebung») του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, «μέσα στο πλαίσιο του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής», με παράδειγμα τις συνεταιριστικές κοινότητες, μπορεί να εκτιμηθεί ως «απλό μεταβατικό σημείο προς μια νέα μορφή παραγωγής». Προς την ίδια κατεύθυνση ο Χατζής θα υπομνήσει ότι η προσδοκία δημιουργίας «νέων κοινοτήτων των ανθρώπων», όπου τα «σκορπισμένα σήμερα άτομα θα ξαναβρούνε τα κοινά τους συμφέροντα» και –«αν θέλουν» –τους «κοινούς νέους μύθους», παραπέμπει σ’ αυτό που οι «Ιταλοί κομμουνιστές αποκαλούν εσωτερικό μετασχηματισμό της κοινωνίας» (12 – 13.11.1978).
Αυτή η απορριπτική στάση προς τον «λαϊκισμό», που αντιμετωπίζεται ως «εξιδανίκευση του παρελθόντος» και για τούτο ως «τάση του πνεύματος ουσιαστικά συντηρητική», αν και διαθέτει την «επίφαση του αντι-αρχοντισμού, της προοδευτικότητας και μάλιστα της επαναστατικότητας» (26.6.1976), είναι πρόδηλη στη σκέψη του Χατζή. Γνωρίζει, άλλωστε, ότι ως κατασκευή διανοουμένων ο «κοινοτισμός» προκύπτει συνήθως από τις αναλύσεις μιας κοινωνιολογίζουσας ιστοριογραφίας ή μιας ιστορικής κοινωνιολογίας που αρδεύει από ορισμένες (γερμανικής ιδίως καταγωγής) ερμηνευτικές παραδόσεις ιστορίας του πολιτισμού.
Επιπλέον, ο Χατζής κρατούσε τις αποστάσεις του από τους «ακαδημαϊκούς μας μπαγαμπόντηδες» (16.8.1985), αθεράπευτα «αντιρομαντικός, αντιειδυλλιακός» (21. 12.1979). Γράφοντας, λοιπόν, ένα «αντιδιήγημα» θα μπορούσε να ρωτάει: τώρα ποιο θα ήταν το νόημα του νόστου και της αρνητικότητας στον κόσμο που μας συνέχει; Είναι προφανές ότι η «κοινότητα» μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως tertium comparationis, δηλαδή για να συσχετισθεί αυτό που «είναι» μ’ αυτό που «χάθηκε», κατά την αρνητική υπέρβαση του παρόντος, ή που θα έπρεπε να προσκτηθεί, κατά τη θετική εκδοχή αυτής της διεργασίας. Συνηθίζεται πάντως αυτό το θέμα να το προσεγγίζουμε με την αυταρέσκεια των «αστείων», δηλαδή των κατοίκων των άστεων, και να θρηνούμε την ύπαιθρο που φαίνεται να χάνει τον παρθενικό της υμέναιο που διέθετε στους κόλπους μιας «φυσικής» κοινότητας αναγκών. Τα πράγματα μάλλον είναι απλούστερα και η συμπεριφορά μας συναρτάται με πλήθος συντελεστών. Πρώτιστα από τον τρόπο που κρατούμε τις αποστάσεις μας από ό,τι εμφανίζεται ως «αντικειμενική» πραγματικότητα, μέσα από τη «σύγχρονη ηθογραφία»… Γι’ αυτό μπορούσε ο Χατζής να ρωτάει ξανά: «Πού να γυρίσουμε;», δίδοντας την εξής απάντηση: «Ούτε κλειστές κοινότητες βλαχοποιμένων μπορούμε να ονειρευτούμε» και «ούτε αποκτούμε εθνική ταυτότητα αν οι κοπέλες μας γυρίζουν στο δρόμο με αραχοβίτικα ή μετσοβίτικα ταγάρια» (1979).
Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ