Το 2014 θα είναι μία πολύ κρίσιμη χρονιά για την ελληνική οικονομία, κοινωνία και δημοκρατία. Εν μέσω των σημαντικότερων, ίσως, ευρωεκλογών στην ιστορία του θεσμού, η Ελλάδα καλείται να βρει βιώσιμο μοντέλο λειτουργίας όχι μόνο της οικονομίας της αλλά και της δημοκρατίας της.

Η παρούσα ρευστότητα στο πολιτικό σκηνικό – η πολυδιάσπαση κομμάτων και παρατάξεων, οι συνεχείς μεταγραφές βουλευτών, οι οριακές κυβερνητικές πλειοψηφίες – δεν αποτελούν παράγοντες σταθερότητας. Παρά τα βήματα σταθεροποίησης της οικονομίας και τις ευκαιρίες που μας παρέχει η προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι το πολιτικό σύστημα δεν έχει την ενέργεια και την πρόθεση να πραγματοποιήσει ουσιαστικές και μακροπρόθεσμες αλλαγές. Τα προβλήματα είναι πασίγνωστα. Λύσεις και προτάσεις υπάρχουν, αν και θα πρέπει να βρούμε πολύ περισσότερες. Το σημαντικότερο κομμάτι που λείπει από το παζλ της Ελλάδας είναι το πολιτικό όχημα πραγματοποίησης των αλλαγών αυτών.

Για να καταλάβουμε τι μορφή μπορεί να έχει το όχημα αυτό, αρκεί να αναλογιστούμε το πώς επέρχεται η πραγματική πολιτική αλλαγή στα πλαίσια μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας – εφόσον φυσικά συμφωνούμε ότι εξακολουθούμε να υποστηρίζουμε το συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα. Θα πρέπει λοιπόν κάποια στιγμή να παραδεχτούμε ότι η αλλαγή δεν πρόκειται να έρθει ούτε από τον δρόμο, ούτε από τις πλατείες, ούτε από τα τανκς, ούτε από τα κανάλια και τα δημοσιογραφικά γραφεία, αλλά από το ίδιο το κοινοβουλευτικό σύστημα και την εκλογική διαδικασία – από την κατάκτηση και άσκηση της εξουσίας.

Είναι αλήθεια ότι λίγοι θεσμοί έχουν απαξιωθεί τόσο όσο τα πολιτικά κόμματα τα τελευταία χρόνια. Τα εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς, η αδυναμία διαχείρισης της κρίσης αλλά και η έλλειψη κρατικού κεφαλαίου που τροφοδότησε πελατειακές σχέσεις συνέτειναν στην καθίζηση των δύο μεγάλων κομμάτων, αλλά και γενικότερα του κόμματος εξουσίας ως θεμιτή έννοια.

Ωστόσο, εκτός από την δημοκρατικότερη έκφραση της λαϊκής βούλησης, το κόμμα εξουσίας είναι ταυτόχρονα αναπόσπαστο λειτουργικό μέρος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας: σε αντίθεση με κόμματα διαμαρτυρίας και προώθησης μονοθεματικών ιδεών, τα μεγάλα κόμματα είναι υποχρεωμένα να αντιλαμβάνονται τα μείζονα κοινωνικά αιτήματα και να τα μετατρέπουν σε λύσεις. Με άλλα λόγια αποτελούν το βασικότερο φίλτρο εκπροσώπησης του κοινού συμφέροντος και της κοινωνίας μέσα στη δημοκρατία.

Η κρίση που διέρχεται το «κομματικό φαινόμενο» (για να δανειστώ την έκφραση του καθηγητή Διαμαντόπουλου), η εμφάνιση προσωποπαγών κινήσεων και ειδικά οι δυσκολίες ανάδειξης ενός πολυσυλλεκτικού κόμματος εξουσίας στο κέντρο του πολιτικού φάσματος σίγουρα αντικατοπτρίζουν μια ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα: την αδυναμία συγκερασμού απόψεων (πρόβλημα επικοινωνίας και έλλειψης κουλτούρας διαλόγου) και την απροθυμία υποταγής του ατομικού συμφέροντος στο συλλογικό (πρόβλημα εμπιστοσύνης αλλά και αυτοπεποίθησης). Η συλλογικότητα είναι ο μεγάλος απόντας της παρούσας πολιτικής κουλτούρας.

Η κατάσταση αυτή δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Τα τελευταία χρόνια η πολιτική επιστήμη έχει μεθοδικά τεκμηριώσει την φθορά βασικών πυλώνων της δημοκρατίας (όπως τα κόμματα, η συμμετοχή των πολιτών και ο ρόλος των κοινοβουλίων) σε διεθνές επίπεδο. Το δημοκρατικό έλλειμμα – δηλαδή η απόσταση ανάμεσα σε αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις (συχνά εκτός του στενού πολιτικού συστήματος) και όσων τις υφίστανται, κυρίως εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης και της πολυπλοκότητας των σύγχρονων κοινωνιών – απειλεί όχι μόνο την σταθερότητα μεμονωμένων κυβερνήσεων αλλά και της ίδιας της δημοκρατίας. Εξαιτίας της δημοσιονομικής συγκυρίας η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με θεσμικά ελλείμματα και διλήμματα που μάλλον πολύ σύντομα θα έρθουν στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής αλλά και της παγκόσμιας επικαιρότητας.

Σε μία εποχή ασύλληπτης αλληλεξάρτησης κρατών και αλληλεπίδρασης προβλημάτων και κρίσεων, υπάρχει τεράστιο έλλειμμα διακυβέρνησης και πολιτικών δικαιωμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο. Φορείς πίεσης και πολιτικής συμμετοχής – όπως τα κοινωνικά κινήματα, τα δίκτυα ειδικών και οι εκστρατείες κινητοποίησης μέσω του ίντερνετ – που υποτίθεται ότι θα αντικαθιστούσαν τον ρόλο πεπαλαιωμένων θεσμών του κοινοβουλευτισμού έρχονται αντιμέτωποι με σκληρά ερωτήματα προσβασιμότητας, διαφάνειας και βιωσιμότητας.

Επομένως – και μέχρι να αναδειχθεί ένα διάδοχο σύστημα διακυβέρνησης και συμμετοχής σε υπερεθνικό επίπεδο – τα πολιτικά κόμματα πρέπει να εξακολουθήσουν να διαδραματίζουν τον ρόλο τους ως οι κυρίαρχοι εκπρόσωποι κοινωνικών αιτημάτων. Η εκπροσώπηση αυτή δεν λαμβάνει χώρα μόνο στο εσωτερικό του κράτους αλλά και διεθνώς.

Η ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει ένα δραματικό χάσμα (επικοινωνιακό και ουσιαστικό) ανάμεσα στα αιτήματα και τις ανάγκες της κοινωνίας της και την ευρωπαϊκή και διεθνή πραγματικότητα, η οποία κινείται με γοργούς ρυθμούς σε ένα περιβάλλον αμείλικτης ανταγωνιστικότητας. Το χάσμα αυτό πρέπει να κλείσει μέσα από μία διαδικασία σύγκλισης των δύο μερών. Το μόνο είδος φορέα που θα μπορούσε να αναλάβει αυτή την αποστολή πολιτικής εκπαίδευσης και αντιπροσώπευσης εκατέρωθεν είναι ένα πολιτικό κόμμα με ικανή ισχύ (δηλαδή με συνοχή, δομή και εκλογική επιρροή).

Προαπαιτούμενο για τη δημιουργία τέτοιων φορέων εξουσίας είναι καταρχάς το να απενοχοποιήσουμε τις έννοιες της εξουσίας (αλλαγή χωρίς ισχύ δεν μπορεί να υπάρξει) και του κόμματος – ειδικά του κόμματος εξουσίας ως αποδέκτη και επιλυτή κοινωνικών προβλημάτων. Εάν αποδεχτούμε το γεγονός ότι τα άτομα δεν μπορούν από μόνα τους να αλλάξουν το περιβάλλον τους (πολύ περισσότερο την κοινωνία τους), θα πρέπει να επιστρέψουμε σε ένα μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης και έκφρασης της λαϊκής βούλησης μέσα από μαζικούς φορείς έκφρασης και συμμετοχής.

Ο κοινοβουλευτισμός είναι κεκτημένο, όχι δεδομένο. Όσοι με την αμφισβήτηση ή την απουσία τους συντελούν στη φθορά του ή ονειρεύονται την αλλαγή του θα πρέπει να αναλογιστούν το ποιός θα χάσει από την αποτυχία θεσμικών διαδικασιών και συνταγματικών περιορισμών που βασίζονται σε νομική και ανθρωπιστική εξέλιξη αιώνων. Θεσμοί εκπροσώπησης όπως τα κόμματα και το κοινοβούλιο αποτελούν ένα ισχυρό δίχτυ ισονομίας, αναλογικής αντιπροσώπευσης και προστασίας των αδυνάτων, στοιχεία που μέχρι στιγμής απουσιάζουν από αναδυόμενα μοντέλα κοινωνικής οργάνωσης στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης.

Η δημοκρατία ωστόσο προϋποθέτει και κάτι ακόμα: το να συζητήσουμε, να μάθουμε, να εμπλακούμε, να επιχειρηματολογήσουμε, να συνεργαστούμε, να συμβιβαστούμε, να κερδίσουμε αλλά και να χάσουμε – κοινώς, να εκτεθούμε, να εμπιστευτούμε και να μας εμπιστευτούν. Ο ατομισμός, η ιδιώτευση και η σιωπή δεν είναι συμβατά με την δημοκρατία.

Ο κ. Ρωμανός Γεροδήμος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Bournemouth και ιδρυτής του Τομέα Ελληνικής Πολιτικής Επιστήμης της Βρετανικής Εταιρίας Πολιτικών Σπουδών.