Ολα τα σχέδια διάσωσης για τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου στηρίζονται στην υπόθεση ότι με την πολιτική της λιτότητας μέσα σε λίγο χρόνο θα μπορέσουν να βάλουν σε τάξη τα δημοσιονομικά προβλήματά τους. Η πολιτική λιτότητας, μαζί με την εσωτερική υποτίμηση, υποτίθεται ότι θα λύσει αφενός το πρόβλημα χωρών-μελών της ευρωζώνης που έχουν υψηλά επίπεδα δημοσίου χρέους και αφετέρου το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας απέναντι σε χώρες που είτε είναι πολύ περισσότερο παραγωγικές ή έχουν χαμηλότερο κόστος παραγωγής.
Κανένα σχέδιο διάσωσης όμως δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το ουσιαστικό κεντρικό πρόβλημα –ότι οι χώρες με διαφορετικές δομές στην οικονομία τους μοιράζονται το ίδιο νόμισμα. Δίχως το δικό τους εθνικό νόμισμα ώστε να μπορούν να ξεπεράσουν τις δημοσιονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν μέσω μιας νομισματικής υποτίμησης, οι χώρες αυτές δεν έχουν παρά ελάχιστες βιώσιμες επιλογές –και οι ψηφοφόροι σε Γερμανία, Φινλανδία και Ολλανδία έχουν κουραστεί να πληρώνουν αυτό που παρουσιάζεται σαν έκτακτος λογαριασμός.
Η λύση στην κρίση του ευρώ βρίσκεται στην οικονομική πολιτική της Γερμανίας και όχι στην αύξηση των μέτρων λιτότητας στις χώρες της περιφέρειας.
Από τη στιγμή που το ευρώ εκδίδεται από την ΕΚΤ και όχι από τις εθνικές κυβερνήσεις της ΕΕ, ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούν να ασφαλιστούν οι εθνικές κυβερνήσεις έναντι κρίσεων χρέους είναι με το να έχουν πάντα πλεόνασμα σε ενδοευρωπαϊκό επίπεδο ή να έχουν μόνιμο κρατικό πλεόνασμα. Δεδομένου ότι κανένα από αυτά τα δύο σενάρια δεν έχει ρεαλιστικές πιθανότητες υλοποίησης, το ευρώ θα καταλήξει –έχει αρχίσει ήδη –να έχει αποπληθωριστικές επιπτώσεις στις χώρες της ευρωζώνης ή ακόμη στον υπόλοιπο κόσμο.
Απαιτείται μια πιο ριζικά αναδιαρθρωμένη λύση. Πρώτον, η επίτευξη μιας τελειότερης ένωσης ώστε να τεθεί υπό διαχείριση το δημόσιο χρέος. Η άμεση αντιμετώπιση θα μπορούσε να παρασχεθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία θα διένεμε, λόγου χάριν, 1 τρισ. ευρώ σε όλα τα κράτη της ευρωζώνης με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα. Κάθε χώρα θα είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει αυτή την έκτακτη βοήθεια με όποιον τρόπο θα θεωρούσε τον πλέον κατάλληλο.
Η Ελλάδα, για παράδειγμα, θα μπορούσε να επιλέξει να αγοράσει μέρος του δημοσίου χρέους της που εκκρεμεί, ενώ άλλες χώρες ως πακέτα δημοσιονομικής στήριξης. Αν και η συγκεκριμένη μέθοδος ίσως ακουστεί παρόμοια με τα υπάρχοντα πακέτα σωτηρίας, στο πλαίσιο των οποίων η ΕΚΤ αγοράζει κρατικά ομόλογα στις δευτερογενείς αγορές από τις τράπεζες, το πακέτο που περιγράφεται εδώ θα τελεί υπό τη διακριτική ευχέρεια του κάθε κράτους. Οπότε η ΕΚΤ θα χρηματοδοτούσε τρέχουσες κρατικές λειτουργίες, εάν αυτό επέλεγαν οι αντίστοιχες εθνικές κυβερνήσεις, αλλά ανεξαρτήτως του τρόπου χρήσης των κονδυλίων, θα συμφωνούσε να επιστρέψει τους τόκους από το χρέος στις οφειλέτριες χώρες. Αυτό ακριβώς συμβαίνει τώρα στις ΗΠΑ, όπου η Fed επιστρέφει όλα τα καθαρά κέρδη από τις επενδύσεις της σε ομόλογα στο υπουργείο Οικονομικών.
Μεσομακροπρόθεσμα, μια μόνιμη δημοσιονομική ρύθμιση, μέσω της οποίας οι κεντρικές Αρχές της ευρωζώνης θα μπορούσαν να διανείμουν κεφάλαια στα κράτη-μέλη είναι απαραίτητη. Ιδανικά, αυτό θα πρέπει να επιτηρείται από ένα πανευρωπαϊκό υπουργείο Οικονομικών που θα ελέγχεται από ένα εκλεγμένο σώμα αντιπροσώπων –σε αυτή την περίπτωση το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Με άλλα λόγια, θα ακολουθούσε μια ομοσπονδιακή πολιτική αντίστοιχη της σχέσης του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ με τις Πολιτείες, αλλά με μεγαλύτερες μεταφορές δημοσιονομικών πόρων και ταυτόχρονα ισχυρότερο έλεγχο από τα ευρωπαϊκά κράτη. Το Ευρωκοινοβούλιο εδώ και αρκετό χρόνο μεταφέρει κονδύλια στις φτωχότερες χώρες, αλλά ο συνολικός προϋπολογισμός του είναι κάτω του 1% του ΑΕΠ της ΕΕ, ήδη πολύ μικρός για να δώσει τα περιθώρια στις οικονομίες να λειτουργήσουν με καθεστώς πλήρους απασχόλησης ακόμη και στις καλύτερες εποχές. Ο αντίστοιχος προϋπολογισμός στις ΗΠΑ ανέρχεται στο 15% του ΑΕΠ.
Μια άλλη εναλλακτική για τις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης θα μπορούσε να είναι μια καινοτομία νομικής πρόβλεψης με αντικείμενο την έκδοση χρεολυσίων βάσει της οποίας ο κάτοχος των εν λόγω ομολόγων μπορεί να τα χρησιμοποιήσει για την πληρωμή φόρων προς την κυβέρνηση. Αυτό αυτόματα θα καταστήσει προφανές στους επενδυτές ότι αυτά τα νέα χρεόγραφα είναι ασφαλή και θα εξοφληθούν στην ονομαστική τους αξία εφόσον η κυβέρνηση επιβάλλει και εισπράττει φόρους. Οι χώρες με αυτόν τον τρόπο θα έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτούν τα ελλείμματά τους με χαμηλά επιτόκια.
Οι προαναφερθέντες εναλλακτικοί δρόμοι πέραν της λιτότητας είναι οικονομικώς εφικτοί αλλά χρειάζονται πολιτική βούληση που προς το παρόν δεν υπάρχει.
Ο κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Οικονομικού Ινστιτούτου Λεβί και καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο Μπαρντ της Νέας Υόρκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ