Η ευρωπαϊκή οικονομία παραμένει, μετά την κρίση του 2008, η «μαύρη τρύπα» της παγκόσμιας οικονομίας. Είναι η πρώτη φορά ιστορικά που μια τόσο μεγάλη οικονομική κρίση δεν οδήγησε σε κατάρρευση ή αποδυνάμωση της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτή, με εξαίρεση τον πρώτο χρόνο, διατήρησε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, της τάξεως του 2,5%, καθώς οι αναπτυσσόμενες οικονομίες διατήρησαν υψηλούς, αν και ηπιότερους ρυθμούς σε σχέση με το παρελθόν, και οι ΗΠΑ κινήθηκαν κοντά στον μέσο όρο. Η Ευρώπη είναι η εξαίρεση με μηδενική ανάπτυξη.
Αυτές οι διαφορετικές οικονομικές επιδόσεις οφείλονται αποκλειστικά στις διαφορετικές επιλογές οικονομικής πολιτικής. Στις αναπτυσσόμενες χώρες και στις ΗΠΑ εφαρμόστηκε συνδυασμένα η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική. Η νομισματική πολιτική επικεντρώθηκε στη στήριξη του τραπεζικού συστήματος και τη διατήρηση υψηλής ρευστότητας στην οικονομία. Η αύξηση της προσφοράς χρήματος διευκόλυνε τη σταδιακή αποκλιμάκωση των τοξικών τίτλων. Ταυτόχρονα η δημοσιονομική πολιτική ήταν επεκτατική προκειμένου να παραμείνει η ζήτηση χρήματος υψηλή, με διεύρυνση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αύξηση του δημόσιου χρέους και στήριξη της εγχώριας ζήτησης. Ο συνδυασμός αυτός επέτρεψε να διατηρηθούν οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης, χωρίς πληθωρισμό.
Αντίθετα στην Ευρώπη η αντιμετώπιση της κρίσης έγινε αποκλειστικά μέσω της νομισματικής πολιτικής. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ακολούθησε μια προσεκτική διαχείριση της προσφοράς χρήματος, δημιουργώντας την αναγκαία ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα. Παρενέβη στις αγορές ομολόγων για να επηρεάζει το ύψος των επιτοκίων και την αποφυγή της γενικευμένης κρίσης χρέους. Εν τούτοις και λόγω των θεσμικών αδυναμιών ούτε το τραπεζικό σύστημα έχει σταθεροποιηθεί, ούτε η κρίση χρέους έχει αντιμετωπιστεί.
Ο λόγος αφορά το άλλο σκέλος της οικονομικής πολιτικής. Η κρίση αποδόθηκε στα δημοσιονομικά ελλείμματα και στην κρίση ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης στην παγκόσμια αγορά. Ετσι η έμφαση δόθηκε στις πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης. Η ιδέα ήταν απλή. Η Ευρώπη είναι ένα άθροισμα εθνικών οικονομιών με διαφοροποιημένες επιδόσεις στα δημόσια οικονομικά και στρεβλώσεις στο ύψος των μισθών και των τιμών των αγαθών και υπηρεσιών. Εάν λοιπόν κάθε εθνική οικονομία εξισορροπήσει τα δημόσια οικονομικά της και ταυτόχρονα αποκτήσει ευελιξία στις αγορές εργασίας και απελευθερώσει πλήρως την οικονομία της, τότε αυτές οι προσαρμογές θα διασφαλίσουν τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Η ιδέα αυτή αποτελεί πλήρη αντιστροφή της ίδιας της ιδέας της συγκρότησης της Ευρώπης ως ενιαίας οικονομίας, όπου οι εθνικές οικονομίες αποτελούν τμήματά της, αλλά η δυναμική υπερβαίνει το άθροισμά τους. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση εδράζεται στα οφέλη που θα προέκυπταν από την ενιαία αγορά και τη σύγκλιση τιμών και μισθών μέσα από την κινητικότητα των επενδύσεων και των εργαζομένων. Μπορεί αυτό να προσέκρουε σε πολιτισμικούς και άλλους φραγμούς, αλλά εδώ θα ήταν οι μηχανισμοί των Βρυξελλών για να διασφαλίζουν την αναδιανομή πόρων σε υποδομές και ανθρώπους, σε εξισορρόπηση ευκαιριών και διόρθωση των ανισοτήτων. Επί 50 χρόνια ήταν η σύγκλιση των εθνικών οικονομιών, εν μέρει των μισθών, μετά βεβαιότητας του κοινωνικού κράτους, σε κάθε περίπτωση των οικονομικών και κοινωνικών συντεταγμένων που χαρακτήριζε το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Σήμερα ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Οι ανισότητες Βορρά – Νότου μεγαλώνουν, οι κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό κάθε χώρας επίσης, και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αναδιανομής βρίσκονται σε στασιμότητα. Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει πολλούς μελετητές να μιλούν για την «ευρωδιάβρωση», καθώς οι ιδέες που κυριαρχούν σήμερα προεκτείνονται ίσως και πριν από την κρίση του 2008. Σύμφωνα με αυτές η Ευρώπη διατρέχει κρίση ανταγωνιστικότητας έναντι των αντιπάλων της, των μισθών και του κοινωνικού κράτους έναντι των αναπτυσσόμενων χωρών («κινεζοποίηση») και του τεχνολογικού ελλείμματος έναντι της Αμερικής («αμερικανοποίηση»). Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι τα έλυσε και τα δύο με τις μεταρρυθμίσεις μετά το 2000, και αυτό θέλει να επιβάλει και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Η ιδέα αυτή είναι όμως βαθιά παραπλανητική. Οι ανταγωνιστές κάνουν τα αντίθετα ακριβώς εν μέσω της κρίσης, και σε σχέση με τους μισθούς (σταθεροί ή αυξανόμενοι σε περίπτωση στήριξης της εγχώριας ζήτησης) ή το κοινωνικό κράτος, όπου οι ΗΠΑ το διεύρυναν και σε σχέση με τον τεχνολογικό ανταγωνισμό. Το σημαντικότερο είναι η οικονομική πολιτική. Εάν οι ανταγωνιστικές ακολουθούσαν την ευρωπαϊκή συνταγή, η παγκόσμια οικονομία θα κατέγραφε τεράστια ύφεση.
Οι σημερινές εξελίξεις στην Ευρώπη μπορεί να οδηγήσουν σε καθεστώς «ευρωσκλήρυνσης». Το 2014 θα είναι κρίσιμο έτος. Η γερμανική πλευρά θα επιμείνει στο γνωστό πακέτο της δημοσιονομικής πειθαρχίας, στον έλεγχο στον δανεισμό των χωρών και στη δεσμευτική υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και το κοινωνικό κράτος. Υπό όρους θα ζητήσει μεταβολές στις ισχύουσες ευρωπαϊκές συνθήκες, μια και η ατζέντα αυτή δεν είναι συμβατή με τις ισχύουσες συνθήκες. Το εγχείρημα φαντάζει δύσκολο. Θα είναι επίσης η χρονιά της αμφίσημης τραπεζικής ενοποίησης. Σε κάθε περίπτωση οι επιλογές αυτές παραμένουν αδιέξοδες, και συντηρούν την εικόνα της κατακερματισμένης Ευρώπης, χωρίς ηγεμονικό σχέδιο, σε παρατεταμένη ύφεση, χωρίς προοπτική εξόδου, με εκρηκτικά κοινωνικά προβλήματα και σε πολιτική αμφισβήτηση.
Σήμερα ο πολιτικός χάρτης της Ευρώπης τείνει να πολωθεί ανάμεσα στις δυνάμεις της οικονομικής στρατηγικής της λιτότητας και της «ευρωσκλήρυνσης» και τις δυνάμεις που αναζητούν τη διέξοδο μέσα από την ευρωπαϊκή διαχείριση της κρίσης και στις τρεις μεγάλες θεματικές, την τραπεζική ενοποίηση, τη διαχείριση του χρέους και την υιοθέτηση μιας ισχυρής αναπτυξιακής και περιβαλλοντικής ατζέντας.
Ο κ. Γιώργος Σταθάκης είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ