Οι Ευρωπαίοι περιμένουν πολλά από τη Γερμανία. Πριν από όλα τα υπόλοιπα, θα ήθελαν να αναλάβει επιτέλους την ευθύνη που της αναλογεί ως της σπουδαιότερης οικονομικής –και κατά συνέπεια –πολιτικής δύναμης της Γηραιάς Ηπείρου. Οι περισσότεροι έχουν κουραστεί από τη στρατηγική που ακολούθησε το Βερολίνο από την αρχή της κρίσης, το 2010, την οποία θεωρούν απλώς μια τακτικιστική αντιμετώπιση επειγόντων ζητημάτων, αποστεωμένη όμως από κάθε όραμα.
Η «βήμα προς βήμα» προσέγγιση της Ανγκελα Μέρκελ δεν τους ικανοποιεί, αλλά παρά τη δημιουργία του «μεγάλου συνασπισμού» Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών που προέκυψε μετά τις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου 2013, μάλλον θα πρέπει να κατεβάσουν τον πήχη των προσδοκιών τους. Η σημερινή Γερμανία δεν μοιάζει να μπορεί –ακόμη περισσότερο, να έχει την πολιτική φιλοδοξία –να ηγηθεί της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ).

«Η Γερμανία ζει σε έναν δικό της κόσμο, έχει τους δικούς της περιορισμούς και ανησυχίες, που απέξω περνούν απαρατήρητοι»
σημειώνει η Ούλρικε Γκερό του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (European Council for Foreign Relations – ECFR). Υπάρχει ο φόβος των Γερμανών ότι μπορεί να φτωχύνουν, μαζί με μια φθίνουσα δημογραφική τάση, που συνδυάζεται παράλληλα με την εθνική ανάταση την οποία προκάλεσε η επανένωση του 1989 –η οποία με τη σειρά της τώρα σβήνει. «Οι Γερμανοί δεν φοβούνται μόνο τις μνήμες του 1930 αλλά και την αβεβαιότητα του 2030» μας λέει χαρακτηριστικά ο Υβ Μπερτονσινί του ινστιτούτου «Notre Europe» στο Παρίσι.
Στην προεκλογική εκστρατεία του 1957 ο Κόνραντ Αντενάουερ πολιτεύθηκε με το σύνθημα «όχι πειράματα». Αυτό χαρακτηρίζει και τη συμφωνία του «μεγάλου συνασπισμού» (στα γερμανικά Koalitionsvertrag) που δεν περιλαμβάνει σχεδόν καμία μεταβολή στην ευρωπαϊκή πολιτική της Γερμανίας. Απλώς στους Γερμανούς αρέσουν οι δεσμευτικές συμφωνίες και τα νομικά κείμενα. Ωστόσο έχουν περιορισμούς. Ουδεμία από τις μείζονες αποφάσεις που έλαβαν οι γερμανικές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια προβλεπόταν από τη συμφωνία που είχαν υπογράψει τα κυβερνώντα κόμματα.
Για τον λόγο αυτόν η συμφωνία αυτή δεν είναι παρά μια καταγραφή προθέσεων των τριών συγκυβερνώντων κομμάτων (CDU, SPD, CSU). Οσοι αναμένουν σημαντικές ή, πιο συγκεκριμένα, γρήγορες αποφάσεις, μάλλον θα πρέπει να αλλάξουν άποψη γρήγορα. Και τούτο, σύμφωνα με ευρωπαίους διπλωμάτες, θα πρέπει να το καταλάβουν όσοι ελπίζουν ότι η συμμετοχή του SPD στην κυβέρνηση θα πιέσει τη Μέρκελ σε στροφή. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στο κεφάλαιο που αναφέρεται στην ευρωπαϊκή πολιτική έχουν συμπεριληφθεί τα πάντα, ώστε πολλές φορές το ένα να εξουδετερώνει το άλλο.
Πώς να εξηγήσει κάποιος, π.χ., τη θέση ότι το Βερολίνο είναι υπέρ της κοινοτικής μεθόδου, δηλαδή υπέρ της ενίσχυσης της Κομισιόν, όταν εν αναμονή της επικύρωσης της κυβερνητικής συμφωνίας η Γερμανία, με μπροστάρη τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ενίσχυε τον ρόλο των κυβερνήσεων και όχι της Κομισιόν στο θέμα του Ενιαίου Μηχανισμού Εκκαθάρισης (SRM) των τραπεζών; Και δεν πρέπει να λησμονείται ότι η Μέρκελ δεν εμφανίζεται και τόσο ζεστή στο να προτείνουν τα πολιτικά κόμματα του Ευρωκοινοβουλίου υποψηφίους για την προεδρία της Κομισιόν. Φαίνεται δε να προτιμά την κλασική μέθοδο της μετεκλογικής διαπραγμάτευσης, με τα κράτη-μέλη να επιλέγουν τους πιθανούς υποψηφίους…
Η πρόσφατη έξοδος της Ιρλανδίας από το μνημόνιο, της πρώτης χώρας σε πρόγραμμα υπό την τρόικα που το κατάφερε, αποδεικνύει στα μάτια της γερμανικής ηγεσίας ότι η συνταγή της λιτότητας –αυτή που τόσο έχει λοιδορηθεί –αποδίδει και φέρνει αποτελέσματα. Σε συνδυασμό με την αργή πρόοδο στις υπόλοιπες χώρες –όχι όμως τόσο στην Ελλάδα, για την οποία δεν λείπουν απόψεις ότι τώρα που ο «κόμπος έφθασε στο χτένι» και πρέπει να γίνουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αποδεικνύεται πως ίσως να είναι «χαμένη υπόθεση» –οι Γερμανοί αισθάνονται δικαιωμένοι. Παράλληλα η ύπαρξη του μπαζούκα της ΕΚΤ, του ΟΜΤ (Outright Monetary Transactions), έχει λειτουργήσει κατευναστικά για τις αγορές.
Ωστόσο αυτό που μοιάζει να έχει πολύ ενδιαφέρον είναι ότι οι Γερμανοί έχουν ασπαστεί την άποψη της Γαλλίας ότι δεν είναι αυτή η στιγμή για περιπετειώδεις αναζητήσεις, όπως π.χ. μια ευρεία αλλαγή των Συνθηκών. Αυτό συνδυάζεται, σχολιάζουν κοινοτικές πηγές, με το γεγονός ότι το Βερολίνο κατανοεί πως ακόμη και για μικρές πρωτοβουλίες απαιτείται η συγκατάθεση του Παρισιού. Τούτο μεταφράζεται σε χειρουργικές επεμβάσεις στις υπάρχουσες συνθήκες ή ακόμη και σε καταφυγή σε διακυβερνητικές πρωτοβουλίες εκτός Συνθηκών (όπως π.χ. προσφάτως με τον SRM). Με τον τρόπο αυτόν, συνεχίζει το ίδιο σκεπτικό, η Γαλλία θα αισθανθεί ασφαλής και θα προσπαθήσει να προωθήσει, έστω με αργό ρυθμό, ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις που το Βερολίνο κρίνει ως αναγκαίες.
Παράλληλα φαίνεται ότι έχει βρεθεί ένας συμβιβασμός ανάμεσα στα «μίνι μνημόνια» που θέλει η Γερμανία να υπογράφουν τα κράτη-μέλη με την Κομισιόν ώστε να προωθούν μεταρρυθμίσεις και στο γαλλικό αίτημα για έναν μηχανισμό αλληλεγγύης που θα τα αποζημιώνει (κάτι που μελλοντικά θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν προϋπολογισμό της ευρωζώνης). Τελικές αποφάσεις για το θέμα αυτό αναμένονται περί την άνοιξη του 2014.
Ενα από τα κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τη νέα γερμανική κυβέρνηση είναι αν το SPD, και συγκεκριμένα ο ηγέτης του, ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, αντικαγκελάριος πλέον, θα μπορέσει να επιβάλει μια πιο επεκτατική πολιτική ώστε να μειωθεί κατ’ αρχήν το υπέρογκο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας. Μια τέτοια πολιτική θα σήμαινε όχι μόνο περισσότερη εσωτερική κατανάλωση, αλλά και επενδύσεις, ιδιαίτερα στις υποδομές που σε πολλούς τομείς είναι παραμελημένες, όπως αρκετοί Γερμανοί παραδέχονται.
Ωστόσο, αν κρίνει κάποιος από τις πρώτες αναλύσεις της κυβερνητικής συμφωνίας, αυτό δεν φαίνεται να έχει ελπίδες να συμβεί. Οι επενδύσεις σε υποδομές, εκπαίδευση, συντάξεις και τοπική αυτοδιοίκηση δεν ξεπερνούν σε ποσοστό το 0,1% του ΑΕΠ για κάθε κυβερνητικό έτος, σύμφωνα με τον Σεμπάστιαν Ντούλιεν του ECFR. Ισως η μόνη πραγματική θετική απόφαση να είναι η καθιέρωση νέου κατώτατου μισθού –αίτημα του SPD -, που όμως απλώς θα τονώσει ελαφρώς την κατανάλωση. Σε άλλους τομείς όμως, όπως η εκπαίδευση, οι επενδύσεις στη Γερμανία κινούνται κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (π.χ. η Γερμανία επένδυε 5% του ΑΕΠ στην εκπαίδευση το 2012, σε σχέση με 6,2% που είναι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ