Τρεις μέρες με τη σημερινή, και πάμε από το ’13 στο ’14. Είχα άλλα στον νου μου για τη νέα χρονιά. Μεσολάβησαν όμως, στον μέσα χώρο, ομόθεμα ζεύγη που χάνουν ξαφνικά τον μπούσουλά τους, και απειλούν διάλυση. Οπως είναι: η μοναξιά και η απομόνωση, ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός, η συμπάθεια και η εμπάθεια. Αλλά αυτά, και τα παρόμοια, δύσκολα βγαίνουν στην αγορά. Προτιμούν την «Α’ Παθολογική», από όπου και το επόμενο απρόβλεπτο ποίημα, που μπορεί να ακουστεί και σαν απόλογος της χρονιάς που φεύγει, κάπως μελαγχολικός, ωστόσο δίκαιος. Τίτλος του: «Γενεαλογία, Μέρος δεύτερο». Λοιπά στοιχεία ταυτότητας, για να μην επανέρχομαι: ο ποιητής, γεννημένος το 1970 στη Δράμα, όπου και ζει, ακούει στο όνομα Δημήτρης Πέτρου –η «Α’ Παθολογική» είναι η πρώτη συλλογή του, στις εκδόσεις «Μικρή Αρκτος»:
«Ο Μαξίμ Γκόρκι / γέρνει στον ώμο μου / -είναι η ώρα που τα καραβάνια αφήνουν την πόλη- // ο Γκόρκι / κλαίει σαν παιδί για την αδικία / η μέρα είναι το τσακισμένο κοτσάνι ενός οπωροπώλη / ύστερα γίνεται λουκούμι, τριαντάφυλλο / σβησμένη οθόνη // –θα συναντηθούμε άλλωστε / στη σιωπηλή πλευρά του δρόμου, / ήσυχοι και υποψιασμένοι // –ο Γκόρκι κλαίει / το παιδί κλαίει // η νύχτα πιο πίσω καθαρίζει το μήλο της».
Επί του προκειμένου τώρα: ο τίτλος του Μονοτονικού παραπέμπει στον ερωτηματικό επίτιτλο ενός κρίσιμου και στοχαστικού βιβλίου: «Ποιος Θεός και ποιος άνθρωπος;». Πόνημα σοβαρό και υπεύθυνο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, που δεν πρόκειται να περάσει απαρατήρητο, μοιράζεται σε επτά «φιλοσοφικά δοκίμια» και περιβάλλεται από «Προλόγισμα» και «Εκδοτικό Σημείωμα». Κυκλοφορεί στις εκδόσεις Πόλις και αφορά σε καθιερωμένα πρόσωπα, αλλού καθ’ έκαστον, αλλού κατά ζεύγη.
Το πρώτο επιγράφεται «Αθήνα και Ιερουσαλήμ: Πού κατοικεί τελικά ο Σεστώφ;». Το δεύτερο «Λεβινάς εναντίον Σιμόν Βέιλ». Το τρίτο «Ο Χανς Γιόνας στο Αουσβιτς και μετά το Αουσβιτς». Το τέταρτο «Πωλ Ρικαίρ: Η περίσσεια της καινής εντολής και η ισοδυναμία του χρυσού κανόνα». Το πέμπτο και πιο σημαντικό κατά τη γνώμη μου (θα επανέλθω την άλλη Κυριακή) «Γιούργκεν Χάμπερμας – πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’: Αμφίπλευρη μαθητεία». Το έκτο «Γκύντερ Αντερς: Εναντι του υπέρμετρου». Το έβδομο και τελευταίο «Ο Φουκώ και η ιρανική εξέγερση, ξανά». Επεται ένα παράθεμα από το «Προλόγισμα», όπου ο Σταύρος Ζουμπουλάκης ομολογεί τη δική του αγωνία για τη δραματική σχέση Θεού και ανθρώπου στις μέρες μας, προαναγγέλλοντας και τις προσωπικές επιλογές του: «Η σχέση τους είναι θυελλώδης: ο Θεός φανερώνεται και κρύβεται, μιλάει και σωπαίνει, ελεεί και τιμωρεί –ο άνθρωπος λατρεύει και αποστατεί, υπακούει και εξεγείρεται. Το θέατρο της σχέσης τους δεν είναι μόνο ο προσωπικός βίος του καθενός, είναι και η ιστορία, επηρεάζεται άρα καθοριστικά ετούτη η, ούτως ή άλλως, δύσκολη σχέση και από τους ανέμους που φυσάει εκεί. Η συζήτηση της σχέσης αυτού του Θεού και αυτού του ανθρώπου σε τούτο το βιβλίο γίνεται μέσα από το έργο φιλοσόφων και στοχαστών της εποχής μας, τοποθετείται άρα στο ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο της ανάπτυξης της επιστήμης και της αυτονομίας του ατόμου». Αναλογίζομαι μήπως θα έπρεπε να συνυπολογιστεί εδώ και η ομόλογη ποιητική μαρτυρία του Σεφέρη, διατυπωμένη με ερωτηματικό τρόπο και αυτή, στο αποκαλυπτικό ποίημα «Ελένη» (στίχος 53): «Αηδόνι, αηδόνι, αηδόνι, / τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;». Ερώτηση που κορυφώνει το προηγούμενο ερώτημα (στίχος 20): «Πού είν’ η αλήθεια;». Αφού στο μεταξύ είχε ομολογηθεί στον «Τελευταίο Σταθμό» (5 Οκτωβρίου ’44), αμφίβολος κι εκεί, ο ορισμός του εμπόλεμου και μεταπολεμικού ανθρώπου:
«Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο, / άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν∙ / σαν έρθει ο θέρος / προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι∙ / σαν έρθει ο θέρος / άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό / άλλοι μπερδεύουνται μες τ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν. / Αλλά τα ξόρκια, τ’ αγαθά, τις ρητορείες, / σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις; / Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα; / Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή; / Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν».
Δεν ξέρω αν είναι η διαφορά μεγάλη ανάμεσα στις δύο κρίσιμες ερωτήσεις: της φιλοσοφίας η μία, της ποίησης η άλλη. Σκοπεύουν πάντως και οι δύο τύποι της ερώτησης τον ίδιο στόχο: απορία δίδυμη, που αφορά εξίσου τον Θεό και τον άνθρωπο. Μόνο που ο τρόπος του Σεφέρη μεταφέρει την κρίσιμη ερώτηση από το «ποιος» στο «τι», από το επίθετο στο ουσιαστικό. Πίσω από το οποίο κρύβεται ένα γιατί, στο μεταίχμιο ορισμού και απροσδιοριστίας, όπου Θεός και άνθρωπος δοκιμάζουν και δοκιμάζονται σε μια αμοιβαία αναζήτηση.
Οπου προσβλέπει, αν δεν σφάλλομαι, κι ο Σταύρος Ζουμπουλάκης με φιλόθεο και φιλάνθρωπο βλέμμα, αφανάτιστο. Συνεχίζεται.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ