Τσιγκούνης, τοκογλύφος, Εβραίος: επί σειρά αιώνων, τα χαρακτηριστικά αυτά προκαλούσαν τη λαϊκή αποστροφή και κοροϊδία, είτε στη ζωή είτε στη σκηνή. Η συνένωση και των τριών σε ένα πρόσωπο συνιστά, την εποχή του Σαίξπηρ, τον κανόνα στη δραματουργία, σύμφωνα με τον αμερικανό σαιξπηρολόγο Ε. Ε. Στολ. Στα θεατρικά έργα της περιόδου ο τοκογλύφος συσσωρεύει χρήμα, το κλωσάει, το περιφρουρεί, αρνείται να το μοιραστεί ακόμη και με την οικογένειά του. Δεν έχει ιερό και όσιο, είναι δαιμόνιος. Μπορεί να μη φέρει πάντα ξεκάθαρα τη «στάμπα» του Εβραίου, κουβαλάει όμως σίγουρα πολλά από τα «παραδοσιακά» γνωρίσματα του τελευταίου: τη μεγάλη μύτη, τη βρωμερή αναπνοή, την επαφή με τον Σατανά. «Εξω περιφέρομαι τα βράδια/ και σκοτώνω αρρώστους που γρυλίζουν κολλημένοι στους τοίχους» αναφέρει ο Εβραίος της Μάλτας στον περίφημο μονόλογό του. Ο ήρωας του Κρίστοφερ Μάρλοου εκτοξεύεται στη σφαίρα του εξωφρενικού προκαλώντας την μήνιν των εχθρών του: «Ετσι με φαντάζεστε; Ετσι θα είμαι!» μοιάζει να τους προκαλεί.
Από αυτή την παράδοση –με βασικότερη την επιρροή του Μάρλοου –γεννήθηκε ο Σάιλοκ. Ο Σαίξπηρ προσδίδει στον Εβραίο του όλα τα υπερβολικά γνωρίσματα που περιμένει το κοινό της εποχής από έναν τέτοιο ήρωα. Ο Σάιλοκ προτιμά να δει την κόρη του νεκρή, παρά να χάσει τα πολύτιμα πετράδια που πήρε αυτή μαζί της όταν το έσκασε με τον αγαπημένο της. Ολοι σχεδόν οι υπόλοιποι ήρωες τον μισούν. Τον βρίσκουν απεχθή και τερατόμορφο. Εννέα φορές συνολικά τον συγκρίνουν με τον διάβολο.
Επειδή όμως ο Σαίξπηρ αδυνατεί να πλάσει μονοδιάστατο ήρωα, έτσι κι εδώ ξεφεύγει από το πλαίσιο της συνήθους αντισημιτικής καρικατούρας. Μπορεί ο Σάιλοκ να διαθέτει κωμική πλευρά –τα γεροντικά πείσματά του, το επαναλαμβανόμενο «τσίμπημα» λέξεων και φράσεων γύρω από το χρήμα, ο τρόπος που φωνάζει «τα λεφτά μου! Η κόρη μου!» κ.ο.κ. –σίγουρα όμως δεν είναι μόνον ένας αστείος γεροκακούργος: όπως αποδεικνύεται, είναι ταυτόχρονα αυτός που αποκαλύπτει τη σάπια πλευρά των καλών χριστιανών της Βενετίας. Οι τελευταίοι τον φτύνουν κατ’ επανάληψη όποτε τον συναντούν στην αγορά· τον φωνάζουν «άπιστο» και «λυσσασμένο σκυλί»· προσπαθούν να κατουρήσουν τα γένια του· τον κλωτσούν σαν κοπρόσκυλο. Ο γενναιόδωρος Αντόνιο, ο πλούσιος έμπορος με τα ευγενικά αισθήματα που δανείζει δίχως δισταγμό και δίχως τόκο για χάρη της φιλίας, εξευτελίζει με κάθε ευκαιρία τον αλλόθρησκο Σάιλοκ που επιμένει να δανείζει μόνο για το κέρδος.
«Σκληρός και απωθητικός, είναι παρ’ όλα αυτά αληθινός και μοναδικός· και υπάρχει ποίηση μέσα του, έτσι όπως υπάρχει σε όλους σχεδόν τους ήρωες του Σαίξπηρ, ακόμη και στους πιο ζοφερούς ή γκροτέσκους» συνεχίζει ο Στολ. «Σπρώχνοντας το μίσος του στα άκρα, ο Σάιλοκ εκθέτει την αδικία και την αγριότητα των κοινωνικών θεσμών που γέννησαν αυτό το συναίσθημα… έρχονται στιγμές που η ζωτικότητά του πνίγει το γέλιο και παγώνει το μειδίαμα στα χείλη μας» γράφει ένας άλλος θεωρητικός, ο Τζον Πάλμερ.
Δεν γίνεται πιστεύω να ανεβάσεις τον «Εμπορο της Βενετίας» σήμερα και να μην αντιμετωπίσεις τα ερωτήματα που θέτει ο Σάιλοκ σε σχέση με την πραγματικότητα γύρω μας, την έξαρση του ρατσισμού, τη μάχη που ακόμη μαίνεται εναντίον του «διαφορετικού». Ο Σπύρος Ευαγγελάτος επέλεξε αντ’ αυτού να αμβλύνει τις γωνίες, να εξουδετερώσει τα ηλεκτρικά φορτία και να ξυπνήσει όλα τα κακά φαντάσματα με την υπέρμετρα συντηρητική, αναχρονιστική ματιά του. Ο Νικήτας Τσακίρογλου ξαφνιάζει μονάχα λόγω της απόλυτης πιστότητας της ερμηνείας του στο στερεότυπο του Εβραίου: ο καμπούρης γέρος με τη γαμψή μύτη (!) που ψευτοκλαίγεται για τα δεινά του, περιφέρεται μηχανικά στη σκηνή και δεν καταβάλλει γενικώς καμία προσπάθεια να πλάσει χαρακτήρα, να αναδείξει την επώδυνη οξύτητα αυτού του αμφιλεγόμενου ήρωα. Ακόμη και ο ξακουστός μονόλογος του Σάιλοκ («Δεν έχει μάτια ένας Εβραίος;») περνάει στον βρόντο, με τον ηθοποιό να ανεβαίνει σκάλες, πλάτη μισογυρισμένη στο κοινό. Στη σκηνή της δίκης, εκεί όπου πραγματικά δίνεται η δυνατότητα στον σκηνοθέτη «να παγώσει το μειδίαμα στα χείλη μας», όταν οι πολιτισμένοι χριστιανοί της Βενετίας αναγκάζουν τον Σάιλοκ να απαρνηθεί όχι μόνο την περιουσία αλλά και τη θρησκεία του, εδώ βλέπουμε μια «κωμική» λιποθυμία του Τσακίρογλου να προκαλεί το γέλιο του κοινού. Ουδέποτε φανερώνεται η ελεεινή πλευρά μας –εμάς των προηγμένων Ευρωπαίων: αντ’ αυτού έχουμε έναν Αντόνιο, τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο, που επιμένει στο παλιακό παίξιμό του –σιωπές, παύσεις, στόμφος μελαγχολίας –και μια Πόρσια, τη Μαρία Σκουλά, τρισχαριτωμένη πριγκίπισσα με χοροπηδητά και μακριά ξανθά μαλλιά.
Συμπαθής ο Μάξιμος Μουμούρης ως Μπασάνιο, επιστήθιος φίλος του Αντόνιο και αγαπημένος της Πόρσια, πόσο να μας ξεδιψάσει, όμως, μια σταγόνα φρεσκάδας μέσα σε αυτόν τον ωκεανό μούχλας: το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, που μοιάζει να βγήκε από το χρονοντούλαπο των φτηνιάρικων παραμυθιών (με χριστουγεννιάτικα λαμπάκια τυλιγμένα γύρω από τα κάγκελα), και τα αντίστοιχης αισθητικής (κάπες, πολλές κάπες) κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ. Η μουσική του Γιάννη Αναστασόπουλου δένει άψογα με τη σκηνοθεσία, καθώς και οι δύο μαζί επαναπαύονται σε γλυκερές, απλοϊκές λύσεις που όχι μόνο δεν πολεμούν αλλά διαιωνίζουν επικίνδυνα τα στερεότυπα. «Ο έμπορος της Βενετίας», μια χαρωπή ιστοριούλα με χάπι έντ: αν αυτό δεν είναι το πεθαμένο θέατρο για το οποίο μιλάει ο Πίτερ Μπρουκ, τότε ποιο;
Ολόκληρη η παράσταση μοιάζει να βγήκε από το χρονοντούλαπο της θεατρικής Ιστορίας, αυτής που θα θέλαμε διά παντός να ξεχάσουμε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ