Δεν είναι παράδοξο ότι ένα από τα πλέον αξιοσημείωτα γεγονότα του πτωχού, παρά τα πολυάριθμα μπιχλιμπίδια του, Ετους Καβάφη είναι η εμφάνιση δύο ομόθεμων κειμένων για τον Σολωμό. Αναφέρομαι στο βιβλίο της Μαρίας Δεληβοριά Διονυσίου Σολωμού «Η Γυναίκα της Ζάκυθος» (Αγρα) και στην επιφυλλίδα του Κώστα Βούλγαρη «Γυναίκα της Ζάκυθος» (Η Αυγή, 10.11.2013). Το ιδιαίτερα αξιοσημείωτο βρίσκεται στην κριτική άβυσσο που χωρίζει τα δύο κείμενα, γεγονός που καθιστά μια παράλληλη ανάγνωσή τους συναρπαστική.
Το βιβλίο της Δεληβοριά είναι μια σοβαρή ερμηνευτική μελέτη. Η Δεληβοριά προσεγγίζει τη Γυναίκα της Ζάκυθος περιγράφοντας επιμελώς την ιστορία της κριτικής της πρόσληψης, δίνοντας μεγαλύτερη προσοχή απ’ ό,τι οι προηγούμενοι μελετητές της στα συμφραζόμενα της εποχής και υπογραμμίζοντας τη σημασία των αναφορών του Μεσολογγίου σε αυτήν. Αξιολογώντας τα πορίσματα των προηγούμενων ερμηνευτών της (σάτιρα συγγενικού προσώπου του Σολωμού, σάτιρα της στάσης της ζακυνθινής αριστοκρατίας απέναντι στην Επανάσταση, αλληγορία της βρετανικής Προστασίας, ενσάρκωση του πνεύματος του Κακού, συμβολική προσωποποίηση της Διχόνοιας) η συγγραφέας επιχειρεί τη δική της ανάγνωση, η οποία βλέπει τη Γυναίκα της Ζάκυθος ως «μια πολιτική αλληγορία που αποτελεί στην ουσία μια πολιτική καταγγελία της ιδιοτελούς άσκησης εξουσίας από τη «φαύλη Διοίκηση» της επαναστατικής Ελλάδας». Τα επιχειρήματά της μου φαίνονται ισχυρότερα από εκείνα των προηγούμενων μελετητών –άλλωστε η Δεληβοριά υπογραμμίζει ότι το έργο αντιστέκεται επίμονα σε κάθε προσπάθεια οριστικής ερμηνείας του.
Αν το βιβλίο της Δεληβοριά θα πρέπει να διαβαστεί ως ένα υποδειγματικό κριτικό κείμενο, η επιφυλλίδα του Βούλγαρη αξίζει να μας απασχολήσει ως ένα κριτικό unicum· διαπίστωση που δειγματίζεται, μεταξύ πλείστων άλλων, και από το εξής χωρίο της:

«Με τη Γυναίκα της Ζάκυθος ο Σολωμός μετέχει, ως οργανική συνιστώσα, στην επανάσταση του ’21, δηλαδή στην ιδρυτική διαδικασία του νεοελληνικού έθνους-κράτους, στη θεσμική μορφοποίηση και τη μορφική αποτύπωση του νεοελληνισμού. Το κείμενο αυτό διαχειρίζεται και εν ταυτώ διαμορφώνει μεγάλο μέρος από τις νεοελληνικές πραγματικότητες τη στιγμή που αυτές γεννώνται. […] Αυτός είναι ο λόγος που η Γυναίκα της Ζάκυθος, για δύο ολόκληρους αιώνες, αρνείται να απωθηθεί και να ενταχθεί στην «παράδοση», στο παρελθόν, μαζί με την αρχαιοελληνική και τη βυζαντινή κληρονομιά μας».
Γεννιέται το ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν Η Γυναίκα της Ζάκυθος, έργο ανολοκλήρωτο, να είχε επιτελέσει τα μεγάλα και θαυμαστά που της αποδίδει ο Κ.Β., αφού παρέμενε «θαμμένη» για εκατό περίπου χρόνια (ανέκδοτη ως το 1927); Η εύλογη απάντηση –ό,τι ο Κ.Β. πίστευε λανθασμένα ότι ο Σολωμός δημοσίευσε το έργο μόλις το έγραψε –δεν ευσταθεί πλέον. Διότι το γεγονός ότι στην επιφυλλίδα του οικειοποιείται σιωπηρώς βασικές ιδέες και διατυπώσεις της Δεληβοριά (λ.χ. του «μετεωρισμού ανάμεσα σε αντίθετα στοιχεία» και της «αμφισημίας» του έργου, ή της «πεισματικής αντίστασής του σε μονόχορδες αναγνώσεις του») δείχνει ότι διάβασε το βιβλίο της, στο οποίο αναγράφεται και πότε το κείμενο του έργου έγινε γνωστό.
Τι σημαίνει λοιπόν αυτή η επαναληπτικά αυτοϊκανοποιούμενη –ερήμην της εκδοτικής ιστορίας του έργου –κριτική φαντασίωση του Κ.Β.; Η οποία δεν είναι παρά μόνο μία από το πλήθος των ψηφίδων (των απίστευτων πραγματολογικών λαθών, των εξωφρενικών διαπιστώσεων, των κραυγαλέων αντιφάσεων) που συνθέτουν τον κριτικό του λόγο. Μία ακόμη ψηφίδα: Για τον Κ.Β. ο Καρυωτάκης «κατάφερε να εισαγάγει την ποίησή μας οριστικά στην αστική εποχή της κόβοντας βίαια τους δεσμούς» με τον δεκαπεντασύλλαβο (Κ.Β. Οι εστέτ, Εκδόσεις poema, σ. 76). Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Ο δεκαπεντασύλλαβος είναι, μαζί με τον ενδεκασύλλαβο, ο πλέον χρησιμοποιούμενος από τον Καρυωτάκη στίχος, την εποχή που ο Καβάφης και ο Παπατσώνης τον είχαν εκβάλει από το έργο τους εντελώς. 44 από τα 137 ποιήματα του Καρυωτάκη είναι σε δεκαπεντασυλλαβική μορφή, όσα ακριβώς και τα σε εντεκασυλλαβική.
Καθώς είναι αδύνατον ο κριτικός λόγος του Κ.Β. να ενταχθεί σε κάποια από τις τρέχουσες κριτικές κατευθύνσεις, και επειδή τα στερούμενα κριτικού ορθολογισμού κείμενά του διαπνέονται από άκρατη μεγαλομανία (ο Κ.Β. είναι βέβαιος ότι αναδιατάσσει τον λογοτεχνικό κανόνα της χώρας), η μόνη εξήγηση που θα μπορούσε να δοθεί ως προς τα κριτικά του πρότυπα είναι ένας αμέριστος θαυμασμός προς τη θεωρία της «παρανοϊκής κριτικής» («critique paranoiaque») του Σαλβαδόρ Νταλί. Αισθάνεται κανείς ότι ο Κ.Β. έχει συλλάβει την έννοια της συμμετοχής της Γυναίκας της Ζάκυθος στην Επανάσταση του ’21 και στην ίδρυση του νεοελληνικού έθνους-κράτους με τον φαντασιωσικό τρόπο του Νταλί: με «μια αυθόρμητη μέθοδο άλογης γνώσης βασισμένης στη συστηματική αντικειμενικοποίηση των συνειρμών και ερμηνειών του παραληρήματος».
Αξίζει να μας απασχολεί μια τέτοια κριτική; Ναι, αν έχει αποκτήσει θεσμικό ρόλο. Ο Κ.Β. είναι διευθυντής των λογοτεχνικών σελίδων της Αυγής, επίσημος εκφραστής των περί λογοτεχνίας θέσεων του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ