Εν όψει του 2013 που εκπνέει και του 2014 που βρίσκεται στα πρόθυρα της προεδρικής εισπνοής του, έχω στα χέρια μου, δώρο ευπρόσδεκτο από τις εκδόσεις Αγρα, τρία χειροποίητα βιβλιάρια που υπερασπίζονται τον «Ατακτο Λαγό», αριθμημένα από 9 έως 11, στη Σειρά Β’. Προηγείται «Η διαστροφή της ανάγνωσης» της Edith Wharton, μεσολαβεί το «Περί ανάγνωσης και βιβλίων» του Arthur Schopenhauer και έπεται η «Αποφασιστική στιγμή» του Henri Cartier-Bresson. Μεταφρασμένα και τα τρία άρτια: το πρώτο από την Ευαγγελία Ανδριτσάνου, το δεύτερο από τον Γιάννη Καλλιφατίδη (υπότιτλος: «Η τέχνη της αποχής από την ανάγνωση») και το τρίτο (υπότιτλος: «Λόγος για τη φωτογραφία» ) από τη Σοφία Διονυσοπούλου.
Για να μη μείνει στον αέρα ο έπαινος του «χειροποίητου», αντιγράφω το εξηγητικό υπόμνημα του φιλότεχνου εκδότη: «Σε αυτή τη σειρά φιλοξενούνται κείμενα αυτοτελή που θεωρούνται «μικρά διαμάντια»: δοκίμια και διηγήματα σε θαυμάσιες μεταφράσεις από ποιητές και συγγραφείς. Η τυπογραφία είναι εξαιρετική –με μεταλλικά στοιχεία της κάσας της μονοτυπίας − και το χαρτί πολυτελές υδατογραφημένο». Αυτό θα πει βιβλιοφιλικό μεράκι. Αρχίζοντας από το αρχαιότερο κείμενο του Σοπενχάουερ (όπου υποχωρεί στον τίτλο το «για» με αιτιατική, για χάρη του άβολου εδώ «περί» με γενική), παραθέτω ένα αμφίβολο απόσπασμα (παράγραφος 291) που δεν θίγει βέβαια το απρόσβλητο φιλοσοφικό κύρος του διάσημου στοχαστή:
«Οταν διαβάζουμε, κάποιος άλλος σκέφτεται για λογαριασμό μας∙ εμείς απλώς επαναλαμβάνουμε τις νοητικές διεργασίες του, όπως ένας μαθητής μαθαίνει να γράφει σκαλίζοντας με τη γραφίδα τα γράμματα που ο δάσκαλος έχει σχεδιάσει με το μολύβι. Ετσι και κατά την ανάγνωση, κάποιος άλλος αναλαμβάνει να μας απαλλάξει από το μεγαλύτερο μέρος της νοητικής δραστηριότητας. Νά πώς εξηγείται η σημαντική ανακούφιση που νιώθουμε όταν αφήνουμε κατά μέρος τις σκέψεις που μας απασχολούν, για να αφοσιωθούμε σε ένα ανάγνωσμα».
Οσοι γνωρίζουν την έμμονη ιδέα μου για την αμοιβαιότητα γραφής και ανάγνωσης στην περιοχή ειδικότερα της λογοτεχνίας (όπου παρεμβαίνει, ως άδηλος συντελεστής, και η αυτόματη μετάφραση), υποψιάζονται ίσως γιατί αντιστέκομαι στον προκείμενο ορισμό μιας λίγο-πολύ παθητικής ανάγνωσης, αφού είμαι της γνώμης πως η ανάγνωση είναι το συνεργατικό ενέργημα μιας γόνιμης συνομιλίας. Με μια τέτοια εξάλλου αναγνώριση της ενεργητικής ανάγνωσης φαίνεται να συμφωνεί και η Ηντιθ Ουώρτον (1862-1937), ασκώντας και μεταφέροντας την αναγνωστική της ευαισθησία από την Αμερική στη Γαλλία. Γράφει: «Το να διαβάζεις δεν είναι αρετή∙ το να διαβάζεις καλά όμως είναι τέχνη, μια τέχνη που μόνο ο γεννημένος αναγνώστης μπορεί να την κατακτήσει. Το χάρισμα της ανάγνωσης δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα ότι όλα τα φυσικά χαρίσματα χρειάζεται να καλλιεργούνται με εξάσκηση και πειθαρχία. Ωστόσο, αν δεν υπάρχει η εγγενής ικανότητα, η εξάσκηση θα πάει χαμένη. Η αυταπάτη του μηχανικού αναγνώστη είναι ότι νομίζει πως οι προθέσεις μπορούν να υποκαταστήσουν την ικανότητα».
Ο απρόβλεπτος ελληνόφωνος τίτλος του δοκιμίου που επιμένει στη «Διαστροφή της ανάγνωσης» δεν σοκάρει, αν η επίμαχη λέξη ερμηνευθεί ως έμμονη όρεξη του αναγνώστη, λοξοδρομώντας, να φτάσει ως τα ασύμβατα και ανομολόγητα όρια του κειμένου που διαβάζει και του εαυτού του. Ετσι κι αλλιώς η γενική «της ανάγνωσης» μπορεί να είναι, καταπώς λέει το σχολικό Συντακτικό, υποκειμενική ή αντικειμενική. Ισως, για να αποφύγουμε το συντακτικό αυτό δίλημμα, θα ήταν καλύτερα να μιλάμε για «Το βίτσιο της ανάγνωσης», μεταγράφοντας την ίδια λέξη που προτείνει το πρωτότυπο.
Το τρίτο φυλλάδιο του Μπρεσσόν εκδόθηκε πρώτη φορά αυτούσιο στη Σειρά Α’ του «Ατακτου Λαγού» το 1988. Αν ο υπότιτλος «Λόγος για τη φωτογραφία» δεν πέφτει στην περίπτωσή μου σε έμπειρα μάτια, η «Αποφασιστική στιγμή» του επίτιτλου μού είναι βιολογικά και βιογραφικά οικεία. Ανακαλεί ασυνείδητα την ανεξίτηλη εικόνα του νεκρού πατέρα μου, αποτυπωμένη σε μια φράση, γραμμένη εξ επαφής, τον Αύγουστο του 1989: «Με τα μάτια κλειστά, το κεφάλι γέρνοντας λίγο δεξιά, βρήκε ξανά το παλιό του σχήμα: οι γραμμές του προσώπου ανασυντάχθηκαν και η περήφανη μύτη ίσιωσε».
Πλησίστιος βρέθηκα και με τις κινηματογραφικές αναφορές του Μπρεσσόν σε ιδρυτικά έργα των Στρόχαιμ, Αϊζενστάιν και Ντράγιερ. Ενώ με παρηγόρησε βαθιά και το επόμενο παράθεμα: «Η μνήμη είναι πολύ σημαντική, η μνήμη της κάθε φωτογραφίας, η οποία τραβήχτηκε στον ρυθμό που υπαγορεύει το γεγονός. Κατά τη διάρκεια της δουλειάς οφείλει να βεβαιωθεί κανείς πως δεν έχει αφήσει κανένα κενό, διότι μετά θα είναι πια πολύ αργά, το γεγονός δεν συλλαμβάνεται ποτέ αντιστρόφως».
Προπάντων, προσθέτω εγώ, όταν πλησιάζει η «Αποφασιστική στιγμή». Οπότε: Καλά Χριστούγεννα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ