Τα Xριστούγεννα ήταν παραδοσιακά η περίοδος που γίνονταν οι επισκέψεις στις θείες. Τότε ακόμη, που οι θείες έμοιαζαν στη γιαγιά Ντακ: με τα λευκά μαλλιά τους σε κότσο, με τη ζακετούλα τους και τα χαμηλά τακουνάκια τους, με την κουνιστή πολυθρόνα τους, άλλη με τις μηλόπιτές της, άλλη με τα κέικ της (μαρμπρέ συνήθως). Ολες με τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες τους που, ήταν σίγουρες, καμία άλλη δεν τα έκανε όπως εκείνες.
Τις θυμάμαι να μας περιμένουν στις εισόδους των σπιτιών τους, διοπτροφόρες και έντονα κολoνιαρισμένες, με το άρωμα του γιασεμιού ή του τριαντάφυλλου να μένει στο μάγουλό μου και μετά το φιλί τους. Για να είμαι ειλικρινής, εκείνες τις επισκέψεις τις βαριόμουν. Δικαίως. Ποιο παιδί θα χαιρόταν να περάσει ένα δίωρο ακινητοποιημένο σε έναν άβολο καναπέ, ακούγοντας τους μεγάλους να μιλάνε για πράγματα που το αφήνουν αδιάφορο, είτε αφορούν την πολιτική κατάσταση είτε την εγκατάλειψη «του Γιάννη του γκαβού από την γυναίκα του, την Τιτίκα του Μπούκουρα, που ερωτεύτηκε τον Γιώργο τον «Υαλικά – δίσκοι – πορσελάνες: Η Λιμόζ», κατάλαβες… Τρίτο μαγαζί όπως μπαίνεις στην Αθανασίου Διάκου από την Υποστράτηγου Χαδούλη, εκείνο με τη Σπανιόλα στη βιτρίνα».
Γιατί οι πιθανότητες να κουνηθώ ήταν ελάχιστες: «Μην μπεις στη σάλα, χθες γυάλισα τα πατώματα», «μην πας στην κουζίνα, γιατί έχει μαχαίρια και φοβάμαι», «μη βγεις στην αυλή, γιατί θα φέρεις τα χώματα μέσα», «μην πας στο γραφείο του θείου, γιατί δεν θέλει να μπαίνουν παιδιά». Το μοναδικό που επιτρεπόταν ήταν να κάθομαι ακίνητος φορώντας τα καλά παπούτσια μου, που συνήθως με έκοβαν, και τα καλά ρούχα μου, τα οποία συνήθως μισούσα, και να μετράω τις τρυπίτσες στο σεμεδάκι που κάλυπτε το μικρό τραπεζάκι μπροστά στα πόδια μου.
Ετσι περνούσα την ώρα μου μετρώντας τρυπούλες, τριανταφυλλάκια (στο κάλυμμα της μπερζέρας), μαργαρίτες (στη γιρλάντα του ταβανιού) ή μανιταράκια στα πόδια του μικρού ξυπόλητου βοσκού, στον πίνακα που κρεμόταν στην τραπεζαρία και είχε φιλοτεχνηθεί από τον «εξαίρετο Θεοχάρη Αναγνωστόπουλο-Κάρκαλη που διαπρέπει στο εξωτερικό». Ολες οι θείες είχαν σχεδόν πάντα να επιδείξουν έναν τουλάχιστον απερίγραπτο πίνακα κάποιου «εξαίρετου ζωγράφου» της κατηγορίας Θεοχάρη Αναγνωστόπουλου-Κάρκαλη: βουκολικές σκηνές, θαλασσογραφίες, πορτρέτα κυριών με βέλο, ομπρελίνο και ένα κακοχυμένο σκυλάκι, νεκρές (αλλά εντελώς νεκρές) φύσεις και μια «Ιουδίθ και Ολοφέρνης» όπου ο Ολοφέρνης είχε μεγαλύτερο στήθος από την Ιουδίθ και η Ιουδίθ έμοιαζε φοβερά στον Γιάννη τον γκαβό –αυτόν που παράτησε η Τιτίκα του Μπούκουρα. Δεν είχαν ανοίξει ακόμη οι γκαλερί που αναβάθμισαν το γούστο των Αθηναίων…
Οπως και αν έχει, οι «Ιουδίθ και Ολοφέρνης» με είχαν βοηθήσει να αντέξω πολλές εορταστικές επισκέψεις: τη μία μετρούσα τις μπούκλες του κυρίου, την άλλη τις πτυχές του φορέματος της κυρίας… Ως την ώρα που η θεία έφερνε το γλυκό και μου ζητούσε να πάω να πλύνω τα ήδη πλυμένα χέρια μου για να το φάω. Τότε επικέντρωνα την προσοχή μου στον κουραμπιέ προσπαθώντας να τον καταπιώ χωρίς να ξεφύγει ούτε ψίχουλο.
Ενας φίλος μού έχει περιγράψει πώς κόντεψε να δολοφονήσει τη δική του θεία προκαλώντας της καρδιακό επεισόδιο όταν, την ώρα που έβαζε τον κουραμπιέ στο στόμα του στραβοκατάπιε, έβηξε και σκόρπισε την άχνη παντού, στα καλογυαλισμένα έπιπλα, στο πάτωμα-καθρέφτη, στην κεντητή ταπετσαρία του καναπέ. Εγώ ήμουν προσεκτικό παιδί και ποτέ δεν έκανα τέτοια απρέπεια. Και τη χαρτοπετσέτα κρατούσα κάτω από τον κουραμπιέ και δεν έβγαζα κουβέντα ώσπου να εξαφανιστεί και η τελευταία μπουκιά. Τότε, όταν η θεία με ρωτούσε αν θέλω κι άλλον, δασκαλεμένος απαντούσα «όχι, ευχαριστώ» και επέστρεφα στο μέτρημα (είχαν μείνει κάτι μπούκλες του Ολοφέρνη) αναμένοντας το σύνθημα για την αναχώρηση. Αυτή ήταν η ωραιότερη στιγμή της επίσκεψης, ειδικά όταν έβλεπα τη θεία να με πλησιάζει με το χέρι στην τσέπη της και εκείνο το συνωμοτικό ύφος που με έκανε να τη συγχωρέσω για όλα τα «μη»: «Για να αγοράσεις μια σοκολάτα» μου έλεγε και έβαζε ένα καλοδιπλωμένο χαρτονόμισμα στη χούφτα μου, αγνοώντας τα «δεν πρέπει», «θα σε μαλώσω» «δεν θα ξαναφέρω το παιδί» της μαμάς ή της γιαγιάς μου.
Φυσικά και θα ξαναπηγαίναμε και την επόμενη και τη μεθεπόμενη χρονιά και τα χρόνια που ακολούθησαν. Με τη θεία να μου ενεχειρίζει το χαρτονόμισμα, όχι πια για σοκολάτα, αλλά «για να πιεις έναν καφέ», «για να βγάλεις την παρέα σου» (η λέξη παρέα προφερόταν υπαινικτικά και συνοδευόταν με πονηρό κλείσιμο του ματιού), «για ένα ποτάκι», «για να κεράσεις τους φίλους σου στην έξοδο από το στρατόπεδο». Αυτό ήταν! Μερικές επισκέψεις ενώ ήμουν φαντάρος, για να τις δω και για να με χαρτζιλικώσουν, και τέρμα. Επειτα εγώ, με τα τρεξίματά μου, δεν πρόφταινα ούτε να τους τηλεφωνήσω, εκείνες τη μία θυμόνταν ποιες ήταν, την άλλη το ξεχνούσαν. Και έτσι, ζαλισμένες, η μία μετά την άλλη αποχώρησαν. Εγώ, πάντως, ακόμη και σήμερα, ειδικά σήμερα, τις θυμάμαι να με υποδέχονται στην πόρτα!

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ