Στις 8.12.2013 το Βήμα δημοσίευσε άρθρο του καθηγητού κ. Ν. Χριστοδουλάκη με τίτλο «Πολιτική σύγχυση και φορολογική αφύπνιση». Καλό άρθρο μεν, αλλ’ αναπαράγει κάποια στερεότυπα των φορολογικών αρχών, που δεν στέκουν. Δηλαδή:

(1) «Η φορολόγηση των ακινήτων δεν είναι αντισυνταγματική.» Λάθος. Είναι αντισυνταγματική, όταν δεν παίρνει υπ’ όψιν φοροδοτική ικανότητα – που, στις πλείστες περιπτώσεις, συνδέεται άμεσα με το εισόδημα. Επίσης, επειδή παντού, σε όλες τις χώρες, είναι αντιστρόφως προοδευτική, καθώς δεν υπάρχει υψηλή συσχέτιση μεταξύ τιμών ακινήτων και εισοδημάτων – ειδικά δε στην σημερινή Ελλάδα, όταν, παγκοσμία πρωτοτυπία αυτή, οι φόροι κατοχής επιβάλλονται επί «αντικειμενικών» τιμών μακράν υψηλοτέρων των εμπορικών, ενώ, ταυτοχρόνως, τα εισοδήματα έχουν καταρρεύσει.

Αλλιώς, όταν δηλ. τοιαύτη φορολόγηση είναι τόσο υψηλή ώστε να οδηγεί σε δημεύσεις ακινήτων (ιδίως μαζικές τοιαύτες), προσκρούει και σε δευτέρα παραβίασι του Συντάγματος – την προστασία της ιδιοκτησίας. (Υπ’ όψιν ότι το ίδιο επιχείρημα δεν δύναται να ισχύσει στην περίπτωσι των τραπεζικών πλειστηριασμών διότι εκεί το ακίνητο ανήκει κατ’ ουσίαν στην τράπεζα μέσω της υποθήκης έως ότου αποπληρωθεί το δάνειο.)

Εξ άλλου – κάτι που δεν το ξέρει πολύς κόσμος, ιδίως στην Ευρώπη -, στις ΗΠΑ (που, μαζί με Καναδά, ΗΒ, Ιρλανδία, Αυστραλία, ΝΖ ανήκει στο σύνολο εκείνων των χωρών, που κατ’ εξοχήν επιβάλλουν φόρους κατοχής ακινήτων, αλλά για την χρηματοδότησι των δήμων και μόνον) οι φόροι αυτοί, σε πάμπολλες περιπτώσεις, εκπίπτουν απ’ τον ομοσπονδιακό φόρο εισοδήματος! Είναι ωσάν να λέμε: Επλήρωσα εφέτος Ε6,000 ευρώ φόρο εισοδήματος, αλλά και Ε3,500 ΕΝΦΑ/ΦΑΠ – άρα έχω επιστροφή Ε3,500! Βεβαίως, υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις, π.χ., εξαιρείται απ’ την επιστροφή το μέρος των δημοτικών φόρων κατοχής, που ευθέως συμβάλλει σε αύξησι της αξίας του ακινήτου, λ.χ., επειδή ο δήμος προέβη σε συντήρησι του δρόμου ή πεζοδρομίου ή επειδή έφτειαξε ένα πάρκο κοντά.

Πρόκειται δηλ. για ρυθμίσεις, που συνάδουν με την βασική φιλοσοφία των φόρων κατοχής σε αυτές τις χώρες, η οποία είναι τελείως ανταποδοτική (πράγμα που δεν ισχύει εδώ). Στον Καναδά, πάλι, υπάρχει δυνατότης, ιδίως για συνταξιούχους, τα χρεωστούμενα στον δήμο από φόρο κατοχής να μετακυλίωνται και να προστίθενται στον φόρο κληρονομίας, όταν πεθάνει ο ιδιοκτήτης και ο/η σύζυγος.

(2) Ένα ερώτημα, τότε, είναι: Γιατί αυτές αι χώρες να επιβάλλουν φόρο κατοχής και να μη φορολογούν ευθέως το εισόδημα; Απάντηση: Θεωρητικά κάτι τέτοιο όντως θα ήταν δυνατόν (και ίσως ιδανικό, ως ο ίδιος φρονώ) με κατάλληλες ρυθμίσεις – όμως προσκρούει στην παράδοσι αυτονομίας της ΤΑ, που έχουν αυτές αι χώρες. Υπάρχει κι άλλο ένα πρόβλημα (που, ξανά, δεν είναι τεχνικά αξεπέραστο):

Αν οι ίδιοι οι δήμοι φορολογούσαν βάσει των εισοδημάτων των δημοτών, τότε τα έσοδα των δήμων θα επηρεάζονταν απ’ την φάσι του οικονομικού κύκλου και θα ήταν δύσκολος ο προγραμματισμός παροχής των δημοτικών υπηρεσιών και η σύνταξη εγκύρου δημοτικού προϋπολογισμού. Αντιθέτως, η φορολόγηση βάσει τεκμαιρομένων αξιών ακινήτων προσδίδει μία κανονικότητα στην λειτουργία των δήμων. Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμούμε την ανταποδοτικότητα του όλου συστήματος εκεί:

Ενώ ουδεμία ανταποδοτικότης υπάρχει στον ελληνικό ΕΝΦΑ/ΦΑΠ, στο εξωτερικό, στους δήμους, αυτή είναι η βάση και η δικαιολόγηση του όλου συστήματος. Επιπλέον, οι φόροι αυτοί, σε αντίθεσι με εδώ, τελούν υπό την αίρεσι των δημοτών: Αν οι τελευταίοι θεωρήσουν βαρείς τους φόρους, δύνανται να καταψηφίσουν την δημοτική αρχή, που επιβάλλει τέτοιους, και ν’ αναδείξουν μία άλλη – αλλά τότε, εν γνώσει των και με ευθύνη των, θάχουν και ολιγώτερες δημοτικές υπηρεσίες!

(3) «Η φορολόγηση των ακινήτων δεν είναι δευτέρα φορολογία, με το επιχείρημα ότι έχει φορολογηθή το εισόδημα με το οποίο ηγοράσθησαν, διότι το ακίνητο είναι επένδυση, η απόδοση της οποίας επηρεάζεται απ’ τις υπηρεσίες για ασφάλεια και αναβάθμισι περιβάλλοντος». Λάθος.

Πρώτον, επειδή, θεωρητικά, όλες αι επενδύσεις και βελτιώσεις επηρεάζονται από τέτοιες υπηρεσίες ή άλλες και γενικώς απ’ την ποιότητα του συνόλου των κρατικών υπηρεσιών – όχι μόνον αι επενδύσεις σε ακίνητα. Π.χ., καλύτερο περιβάλλον σημαίνει και καλυτέρα υγεία – αλλά θα ήταν τρελλό (αν και στην Ελλάδα όλα να τα περιμένεις) να φορολογούνται οι έχοντες καλήν υγεία με το επιχείρημα ότι ωφελήθησαν (περισσότερο απ’ τους ασθενείς) απ’ το καλό περιβάλλον, στο οποίο, υποτίθεται, συνέβαλον ή συμβάλλουν κάποιες κρατικές δαπάνες!

Δεύτερον, επειδή, στην πράξι αι κρατικές και δημοτικές υπηρεσίες δεν είναι ο μόνος λόγος, συχνά ούτε καν ο κύριος, για τον οποίον αναβαίνουν αι τιμές των ακινήτων. Ακραίο αλλά καλό παράδειγμα, η Ελλάς: Εδώ, αι κρατικές και δημοτικές υπηρεσίες είναι, στις πλείστες περιπτώσεις, χάλια, δεν υπάρχει δηλ. φορολογική ανταποδοτικότης, αλλ’ όμως αι τιμές των ακινήτων για καμμιά 20αριά χρόνια πριν την κρίσι είχαν πάρει την ανιούσα, ουδεμίαν σχέσιν έχουσες με το άθλιο επίπεδο των ανωτέρω υπηρεσιών!

Τώρα, αν κάποια ακίνητα είχαν/έχουν μεγαλυτέρα αξία από άλλα επειδή ήταν/είναι παραθαλάσσια, ε, δεν νομίζω την θάλασσα να την έφερε εκεί το κράτος! Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αγοραία τιμή του ακινήτου, καθώς εκφράζει την προεξοφλημένη αξία των μελλοντικών ωφελημάτων απ’ το ακίνητο και την τοποθεσία του, αντανακλά την ποιότητα της τοποθεσίας, συνεπώς, με τον φόρο μεταβιβάσεως, το κράτος παίρνει το ποσοστό του – άρα δεν χρειάζεται η μετέπειτα καταβολή φόρου κατοχής, δηλ. ενοικίου, στο κράτος στο διηνεκές!

Τρίτον, επειδή το όποιο όφελος από σχετικές κρατικές ή δημοτικές δαπάνες, όσον αφορά ακίνητα, ενσωματώνεται μεν στην αξία του ακινήτου, αλλ’ αυτό ανεξάρτητα απ’ το εισόδημα ή την φοροδοτική ικανότητα του ιδιοκτήτου. Αν λοιπόν σκοπός δεν είναι, από καιρού εις καιρόν, εδώ και εκεί, διάφοροι ιδιοκτήτες και δη οι πτωχότεροι να εξωθούνται σε βεβιασμένη εκποίησι των ακινήτων των επειδή ανέβηκαν οι φόροι κατοχής (ή επειδή έγινε μία κανονιστική ρύθμιση, π.χ., αύξηση του συντελεστού δομήσεως σε μία περιοχή, που με την σειρά της ωδήγησε σε αύξησι αξιών και φόρων), που δεν νομίζω αυτό να συνιστά αποδεκτή κοινωνική πολιτική ή πολιτική προστασίας της ιδιοκτησίας, τότε η ενδεδειγμένη λύση είναι η φορολόγηση της υπεραξίας των ακινήτων, η οποία και υλοποιείται την στιγμή της πωλήσεως, οπότε και ο πωλών έχει προφανώς την ικανότητα να καταβάλει τον αναλογούντα φόρο.

Το συμπέρασμα είναι, αν στην Ελλάδα δεν θέλουμε, ως θα ήταν το ιδανικό (για λόγους, που δεν είναι του παρόντος ν’ αναλύσω διεξοδικά), κατάργησι παντός φόρου περιουσίας (και κληρονομίας, για συγγενείς α΄βαθμού), τότε η δευτέρα καλυτέρα λύση θα ήταν (α) οι φόροι κατοχής ακινήτων να πηγαίνουν αποκλειστικά και μόνον για χρηματοδότησι της ΤΑ (δηλ. να γίνουν ευθέως και αποκλειστικά ανταποδοτικοί), με το κράτος ν’ απαλλάσσεται από τα περισσότερα των σχετικών βαρών, αλλά και με υιοθέτησι ρητρών και κανόνων για προστασία τόσο του δικαιώματος της ιδιοκτησίας όσο των οικονομικά (δηλ. εισοδηματικά) ασθενεστέρων ιδιοκτητών (ίσως και με κάποια πρόβλεψι για ανακατανομή του όποιου πλεονάσματος από τους πλουσιωτέρους στους πτωχοτέρους δήμους), (β) να διατηρηθεί/επιβληθεί ένας φόρος μεταβιβάσεως και/ή ένας φόρος υπεραξίας επιβαλλόμενος κατά την πώλησι ακινήτου, (γ) τα έσοδα απ’ το (β) να πηγαίνουν επίσης στους αντιστοίχους δήμους, ώστε οι τελευταίοι να μετριάζουν τους συντελεστές των φόρων κατοχής, που χρησιμοποιούν.