Δυο ζεύγη που σπάνια ζευγαρώνουν μεταξύ τους, μολονότι ακούγονται λίγο-πολύ συνώνυμα: «υπέρ – κατά» και «υπέρ – υπό». Κοινός τους παρονομαστής τόσο η λόγια (ομηρική) καταγωγή τους όσο και η δίδυμη γραμματική τους χρήση. Επιρρηματική τη μια φορά, επιμένοντας στη μοναξιά, προθετική την άλλη, συμμαχώντας με κάποιο ουσιαστικό ή ρήμα. Το πρώτο ζεύγος κατά κανόνα προκαλεί, στην ανάγκη εκβιάζει: «είστε υπέρ ή κατά», έγραφε το ’70 ο Αναγνωστάκης. Το δεύτερο, πιο ψύχραιμο, υπερασπίζεται τον τόπο που επιλέγει: πάνω ή κάτω. Ο ένας τρόπος αρμόζει πιο πολύ στη γλώσσα της ρητορικής. Ο άλλος αισθάνεται πιο άνετα στην περιοχή της ποίησης. Απόδειξη η στέγαση εξήντα έξι ολιγόστιχων ποιημάτων στο φιλόξενο «Υπερώον», από όπου και το επόμενο ομώνυμο ποίημα:
«Μετά την παράσταση / έμεινε κρυφά στο υπερώον / στα σκοτεινά. / Η αυλαία ολάνοιχτη. / Εργάτες της σκηνής, φροντιστές, ηλεκτρολόγοι / ξεστήνουνε τα σκηνικά, / μετέφεραν στο υπόγειο / ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι, / σβήσαν τα φώτα, / έφυγαν, / κλείδωσαν τις πόρτες. / Σειρά σου τώρα, / χωρίς φώτα, / χωρίς σκηνικά και θεατές, / να παίξεις εαυτόν».
Ακούγοντας τη λέξη «υπερώον» («υπερώιον» στον Ομηρο) ο νους μου πήγε αυτόματα στην πρώτη εμφάνιση της Πηνελόπης στην «Οδύσσεια». Η Αθηνά, πετώντας σαν πουλί, έχει ξεφύγει από τον φεγγίτη της στέγης, έχοντας μόλις ενθαρρύνει τον Τηλέμαχο, με τη μορφή του Μέντη, ώστε να δει με άλλο μάτι τους μνηστήρες της μάνας του, άντρας γενναίος πια κι ωραίος. Συλλογισμένος τώρα εκείνος και απομονωμένος, ακούει στην ώρα του τον αοιδό του παλατιού, τον Φήμιο, να τραγουδά πικρό τον νόστο των Αχαιών. Συνάμα:
«Από το υπερώο ψηλά συνάκουσε το θείο τραγούδι, και την άγγιξε / του Ικαρίου η κόρη, η Πηνελόπη, σκεφτική και φρόνιμη / κι από τον θάλαμό της κατεβαίνει την ψηλή του σκάλα». Οπότε, παίζοντας κι αυτή τον εαυτό της (καταπώς λέει το άλλο ποίημα), διαμαρτύρεται στον αοιδό για την επιλογή του τραγουδιού, που «θλιβερό κι αβάσταχτο σπαράζει την καρδιά της». Ο γιος της όμως την αποστομώνει αντιλέγοντας: «Δεν πρέπει η αγανάκτηση σ’ αυτόν να πέφτει, που ψάλλει την κακή μοίρα των Δαναών. Ξέρεις / οι άνθρωποι τιμούν και προτιμούν εκείνο το τραγούδι / που τους φαντάζει, ακούγοντας, το τελευταίο». Ευθύς η Πηνελόπη αποσύρεται, «κρατώντας μέσα της τη συμβουλή του γιου της […] ψηλά στον θάλαμο», θρηνώντας τον άντρα που της λείπει τόσα χρόνια, […] «ωσότου η Αθηνά, / τα μάτια λάμποντας, κλείνει τα βλέφαρά της».
Ξεστράτισα, αλλά συνειρμικά το ένα «Υπερώο» έφερε το άλλο. Τώρα επιστρέφω στο δικό μας, κρατώντας σε εφεδρεία ακόμη τον ένοικό του. Στο μεταξύ, συντάσσονται επτά τίτλοι ποιημάτων της προκείμενης συλλογής, για την απόκλισή τους στο αφηρημένο, ευπρόσδεκτο αντίδοτο στα εύκολα αισθήματα των ημερών: «Το Αδιάβατο», «Διάσταση», «Διπλονόητο», «Διαχωρισμός», «Μετατροπία», «Προσέγγιση», «Το μη τετράγωνο». Και μια και πέσαμε στον μαγικό αριθμό επτά, ένα νόθο τώρα ποίημα, με επτά παραθέματα, από διαφορετικό ποίημα του «Υπερώου» το καθένα:
«Και περπατώ τρεκλίζοντας / (ευθύγραμμα ωστόσο)/ στο αλλού // κι εσύ ο ίδιος, / απλησίαστος, άτρωτος και ανέγγιχτος. // Δεν ξέρω το πώς γίνεται −/ στην Αγορά πουλάνε / μόνο πατάτες και ποντίκια. // Ενώ η βροχή κάνει τη σιωπή πιο έντονη στα ουρητήρια. // Για μια στιγμή σκέπασε η σκιά τ’ όμορφο πρόσωπο του Φαίδρου, / έξω απ’ τον έρημο σιτοβολώνα. // Γυμνά τ’ αγόρια -το ‘να τους πόδι στο νερό, τ’ άλλο στην πέτρα, / το χνουδωτό αγεράκι πέρασε κάτω απ’ τα σκέλια τους. // Μόνος μου τώρα / με τη λέξη Τελωνείο, / με τη λέξη Τέλης /, με τη λέξη Τέλος».
Φτάνει ως εδώ η λοξή ματιά, μολονότι έχει κι αυτή τα καλά της: βοηθάει να βλέπεις κάποια πράγματα στο πλάι, που αλλιώς σου διαφεύγουν. Κατά μέτωπο εξάλλου αναγνωρίζεται εύκολα η ταυτότητα του ποιητή στο «Υπερώο» του. Πρόκειται για τον Γιάννη Ρίτσο, που έχει περάσει εδώ και είκοσι τρία χρόνια στην άλλη όχθη. Ενώ τα εξήντα έξι ποιήματα της ανέκδοτης αυτής συλλογής του βλέπουν, με καθυστέρηση είκοσι οκτώ χρόνων, τώρα πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας, με την πρωτοβουλία της κόρης του, της Ερης Ρίτσου, και την εκδοτική παρέμβαση του Κέδρου.
Το πώς και πότε έχουν γραφεί το λέει μια λιτή σημείωση δική του αντιγράφω επακριβώς: «Η ποιητική συλλογή «Υπερώον» γράφτηκε στην Αθήνα, απ’ την 1η του Μάρτη ως τις 21 του ίδιου μήνα. Η Β’ γραφή των ποιημάτων έγινε πάλι στην Αθήνα, απ’ τις 6-29 του Απρίλη, και στον Κάλαμο απ’ τις 30 του Απρίλη ως την 1η του Μάη 1985». Αυτά για σήμερα. Τα υπόλοιπα την άλλη Κυριακή. Προσθέτω ωστόσο έναν ακόμη συνειρμό: Πρωτομαγιά του 1909 γεννήθηκε ο Γιάννης Ρίτσος στη Μονεμβασιά, κι έσβησε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου του 1990 στις δυο χρονολογίες άλλαξε θέση μόνο το μηδέν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ