Ο κ. Στουρνάρας επανέλαβε ως δόγμα αυτό που διδάσκουν μακροοικονομολόγοι δεκαετίες τώρα στην Ελλάδα. Το θεώρημα της υπο-φορολόγησης.
Δηλαδή:
(α) Διαπιστώνεται ότι η φορολογία ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο των ΕΕ-15 (ΕΕ-28 δυστυχώς χαλάει ελαφρώς τη σούπα).
Αρα, (β) υποφορολογούμαστε.
Συνεπώς (γ) δεν φταίνε οι δαπάνες αλλά τα έσοδα και
(δ) οι φοροεπιδρομές είναι αναπτυξιακό μέτρο.
(ε) Επαλήθευση: Συμφώνησε και ο κ. Τσακαλώτος.
Το θεώρημα αυτό αποτελεί την ηγεμονική θέση μεταξύ μακρο-οικονομολόγων, άποψη που διδάχτηκα και εγώ. Ακρως βολικό, αφού νομιμοποιεί την έκρηξη του κράτους και των κρατικών δαπανών, συνέβαλε στην οικοδόμηση σταδιοδρομιών αλλά και στη μεταπήδηση από ακαδημαϊκά έδρανα σε πολιτικούς θώκους.
Se non è vero, è ben trovato, που λένε και οι Ιταλοί. (Και να μην ήταν αλήθεια, θα έπρεπε να είναι…)
Πλην όμως δεν είναι αλήθεια.
Βασίζεται σε μια κοινή ασθένεια των μακροοικονομολόγων –το να λησμονούν τα συστατικά από τα οποία συντίθενται τα σύνολα που χειρίζονται παραγοντίζοντας με τόση μαεστρία. Ετσι δεν τους δημιουργεί έκπληξη το πώς αθροίζοντας αρνητικούς αριθμούς καταλήγουμε σε θετικό σύνολο. Ή, με άλλα λόγια, με ποιον τρόπο το σύνολο είναι «μικρό», όταν τα συστατικά του μέρη είναι «μεγάλα».
Η φορολογία εκφράζεται σε μέσους όρους ως συνολικό ποσοστό ως προς το ΑΕΠ, αλλά ταυτόχρονα έχει και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά. Με λίγα λόγια είναι ένα θέμα μακρο-οικονομικής όσο και μικρο-οικονομικής ανάλυσης. Υλη SOS του πρώτου αλλά και του δεύτερου εξαμήνου. Στη μικροοικονομία κοιτάμε τα κίνητρα, τις συμπεριφορές, όλα αυτά που καθορίζουν τη συμπεριφορά καθενός και καθεμιάς. Λαμβάνουμε υπόψη ότι για έναν συνεπή φορολογούμενο που τηρεί τους νόμους και τις υποχρεώσεις του και δεν διαπραγματεύεται ειδικές φωτογραφικές ρυθμίσεις, η φορολογία που πληρώνει είναι υψηλή και ασφαλώς κατά πολύ υψηλότερη από αυτήν που θα πλήρωνε στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών.
Η κατάσταση χειροτερεύει ακόμα περισσότερο αν συμπεριλάβουμε στο φορολογικό βάρος και τις ασφαλιστικές εισφορές μαζί με τα στοιχεία του μη μισθολογικού κόστους. Αν μάλιστα εξετάσουμε και τη φορολογία στην ακίνητη περιουσία, το έργο επεκτείνεται σε επιστημονική φαντασία –φορολόγηση δηλαδή πλασματικής και ανύπαρκτης φορολογητέας ύλης.
Το ουσιώδες σημείο για να αποφανθούμε κατά πόσο «υποφορολογούμαστε» είναι να εξετάζουμε το ύψος της φορολογίας όχι στον μέσο όρο αλλά «εκεί που μετράει» –στο σημείο δηλαδή που λαμβάνονται οι αποφάσεις (στο λεγόμενο «οικονομικό όριο»): στη στιγμή που κάποιος αποφασίζει αν αξίζει να ρισκάρει την επένδυση, να δουλέψει παραπάνω, να προσλάβει άλλον έναν άνεργο, να αξιοποιήσει ή όχι το οικόπεδό του. Και εκεί η επιβάρυνση είναι τεράστια –ιδίως μάλιστα αν σκεφτούμε τις εναλλακτικές λύσεις.
Είναι τεράστια ιδιαίτερα για τον ξένο επενδυτή τον οποίο χρειαζόμαστε τώρα (εμείς, αλλά και οι κκ. Στουρνάρας και Τσακαλώτος). Σε αυτόν τον άνθρωπο δεν μπορούμε να πούμε ότι αρκεί να περάσει μια μικρή τροπολογία ή αρκεί ο κουμπάρος να έχει την κατάλληλη θέση ώστε να πληρώσει λιγότερα στην πράξη. Ή τέλος ότι αν είναι πολύτεκνος αγρότης ή άλλος αναξιοπαθών θα πλήρωνε λιγότερα –ίσως δε και καθόλου.
Το θεώρημα της υποφορολόγησης προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ της πράξης των μυημένων και της θεωρίας των αδαών καλοπροαίρετων νομοταγών. Στην οικονομία είναι η θεωρία –η οριακή επένδυση –που καθορίζει το κόστος και την επιβάρυνση στην ανταγωνιστικότητα. Και είναι εκεί που πρέπει η φορολογία να είναι μικρή. Αν κάποιοι τυχεροί πληρώνουν λιγότερα, αυτό λέγεται οικονομική πρόσοδος –γνωστό σε όλους τους ραντιέρηδες και τους τυχερούς του Λόττο. Δεν προσφέρει τίποτε στην παραγωγή αλλά πλουτίζει κάποιους.
Το μακρο-«θεώρημα της υπο-φορολόγησης» προσκρούει στην «Πλάνη των εξαφανισμένων διαρθρωτικών προβλημάτων». Οι πραγματικοί άνθρωποι, δυστυχώς, κάνουν τις επιλογές τους στη μικρο-οικονομία. Και αντιλαμβάνονται χωρίς καμία αμφιβολία ότι οι αλλεπάλληλες φορο-επιδρομές σκοτώνουν το μέλλον της οικονομικής δραστηριότητας. Ταΐζουν, φυσικά, το αδηφάγο κράτος!
Πώς διέφευγε και διαφεύγει την προσοχή τόσων σπουδαίων μακρο-οικονομολόγων αυτή η «λεπτομέρεια»; Μα, είναι απλό. Διαφεύγει επειδή βολεύει. Και βολεύει, επειδή νομιμοποιεί την αύξηση των κρατικών δαπανών. Οι κρατικές δαπάνες θεωρούνται εξ ορισμού φιλολαϊκές. Το θεώρημα έχει και το πρόσθετο πλεονέκτημα να πετάει την μπάλα έξω από το γήπεδο ως προς τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις… Με έναν σμπάρο, δυο τρυγόνια.
Οπερ έδει δείξαι!.
Η κυρία Αντιγόνη Λυμπεράκη είναι καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ