Η εμμονή της τρόικας στην απελευθέρωση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας και η δήλωση του υπουργού Οικονομικών ότι οι Ελληνες δεν υπερφορολογούνται προκάλεσαν σάλο, βάζοντας φωτιά στις κοινοβουλευτικές ομάδες των κομμάτων της συγκυβέρνησης. Ο Στουρνάρας βάλλεται πανταχόθεν, αφού τον κατηγορούν πλέον ευθέως ακόμη και οι πρωτοκλασάτοι (Βενιζέλος, Καραμανλής). Η μομφή είναι σαφής: ουσιαστικά δεν διαπραγματεύεται, επειδή συμμερίζεται εν πολλοίς τις απόψεις των δανειστών.
Στο θέμα των πλειστηριασμών η τρόικα εμφανίζεται επιεικώς αδιάλλακτη. Επιμένει ότι η προστασία πρέπει να διαρκεί το πολύ για ένα εξάμηνο, και μάλιστα να αφορά αποκλειστικά και μόνο σπίτια αξίας μικρότερης των 100.000 ευρώ και δανειολήπτες των οποίων το ετήσιο εισόδημα δεν υπερβαίνει τις 13.000 ευρώ. Πρακτικά αυτό ισοδυναμεί με πλήρη απελευθέρωση. Αλλά εκείνο που ξεχείλισε το ποτήρι κάνοντας και τους τελευταίους άπιστους Θωμάδες να αναρωτηθούν πού το πάει η τρόικα ήταν η προκλητική δήλωση Τόμσεν ότι «αν θέλετε να κάνετε κοινωνική πολιτική, να βρείτε καταλύματα σε όσους χάνουν τα σπίτια τους». Το άκρον άωτον του κυνισμού και της αναλγησίας. Αφού με την ολέθρια και ανιστόρητη πολιτική τους οδήγησαν τη χώρα στη Μεγάλη Υφεση και τους ανθρώπους της στη φτώχεια και στην ανεργία, τώρα έρχονται να τους βγάλουν και από τα σπίτια τους με το αιτιολογικό ότι δεν πληρώνουν τα δάνεια!
Με τον τρόπο αυτόν –λέει –θα προστατευθούν οι τράπεζες, που με τόσο κόπο ανακεφαλαιοποιήθηκαν. Υποτίθεται. Γιατί στην πραγματικότητα οι μαζικοί πλειστηριασμοί θα προκαλέσουν ελεύθερη πτώση στις ήδη μειωμένες τιμές των σπιτιών, διαλύοντας την αγορά ακινήτων. Τότε πολλοί δανειολήπτες θα διαπιστώσουν έντρομοι ότι τα σπίτια τους αξίζουν λιγότερο από τις δόσεις που οφείλουν για να τα εξοφλήσουν. Αποτέλεσμα; Ακόμη και αυτοί που μπορούν, θα έχουν κίνητρο να μην πληρώνουν, επιδιώκοντας την κατάσχεση. Ετσι οι τράπεζες θα περιέλθουν σε ακόμη δεινότερη θέση.
Οσο για τη δήλωση Στουρνάρα, τι να πει κανείς. Ου γαρ οίδε τι ποιεί και τι λέγει. Δεν χωρά αμφιβολία ότι η Ελλάδα υστερεί σημαντικά σε φορολογικά έσοδα συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Σε αυτή την υστέρηση άλλωστε οφείλεται παλαιόθεν το μεγάλο δημόσιο χρέος και όχι στις δήθεν υψηλές δημόσιες δαπάνες (σαφώς μικρότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο) ούτε στον δήθεν υπερβολικό αριθμό δημοσίων υπαλλήλων (είμαστε η χώρα με το χαμηλότερο ποσοστό δημοσίων υπαλλήλων στην ευρωζώνη).
Θα όφειλε ωστόσο –ως αρμόδιος υπουργός –να μπει στον κόπο να δει πώς εξελίσσεται η φορολογική επιβάρυνση από τη στιγμή που η χώρα εισήλθε στον αστερισμό των μνημονίων. Τα συνολικά φορολογικά έσοδα σημειώνουν σημαντική και αδιάκοπη άνοδο (από περίπου 33% του ΑΕΠ το 2009, σε 34% το 2010, σε 35% το 2011 και σε 36,5% το 2012). Και αυτό σε μια περίοδο που τα εισοδήματα μειώνονται δραματικά. Αρα αυτό που αισθάνεται και βιώνει η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών είναι μια επώδυνη και δυσβάστακτη αύξηση των πραγματικών φορολογικών βαρών (κατάργηση αφορολογήτου, κατακόρυφη αύξηση ΦΠΑ και ειδικού φόρου στη βενζίνη και στο πετρέλαιο θέρμανσης, εισφορές αλληλεγγύης, «χαράτσια» κ.ο.κ.).
Η υστέρηση των εσόδων οφείλεται πρωτίστως στη φοροδιαφυγή. Η αδυναμία της κυβέρνησης να συλλάβει τη φοροδιαφυγή οδηγεί εκ των πραγμάτων στην υπερφορολόγηση των μικρομεσαίων εισοδημάτων, δηλαδή της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών. Κατά συνέπεια η διαπίστωση ότι «οι Ελληνες» δεν υπερφορολογούνται είναι εντελώς αόριστη. Στην πραγματικότητα υπάρχει μια μειοψηφία πολύ εύπορων Ελλήνων που συστηματικά φοροδιαφεύγει υποφορολογούμενη, στέλνοντας τον λογαριασμό στην πλειοψηφία των λιγότερο εύπορων συμπατριωτών της, που πληρώνει τα σπασμένα.
Είναι προφανές ότι πολύ σπάνια οι αριθμοί και οι στατιστικές μιλούν από μόνα τους. Θα πρέπει να τα εντάξει κανείς σε κάποιο θεωρητικό πλαίσιο για να «μιλήσουν». Εν τοιαύτη περιπτώσει το αφήγημα του υπουργού Οικονομικών δεν είναι απλώς λανθασμένο, αλλά και προκλητικό. Προσβάλλει βάναυσα τους δεινοπαθούντες πολίτες αυτής της χώρας, που ζουν έναν απίστευτο φορολογικό εφιάλτη.
Η βίαιη δημοσιονομική εξυγίανση (δραστική μείωση δαπανών ή/και κατακόρυφη αύξηση φόρων) σε μια χώρα που εισέρχεται σε ύφεση με ένα πολύ υψηλό δημόσιο χρέος οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε Μεγάλη Υφεση και εκρηκτική ανεργία, δηλαδή σε οικονομικό και κοινωνικό καταποντισμό. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι ένα χαρακτηριστικό case-in-point. Αποδεικνύει έμπρακτα ότι η θεωρία της αναπτυξιακής λιτότητας δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα κάλπικο ιδεολόγημα, ένας μύθος. Δεν την υπερασπίζεται πια ούτε ο εμπνευστής της, ο ιταλός καθηγητής του Χάρβαρντ Αλμπέρτο Αλεσίνα, που σε ρόλο αρχισυμβούλου εισηγήθηκε την πολιτική αυτή στους πρόθυμους ευρωπαίους εταίρους. Γιατί άραγε πρέπει να την υπερασπιστούμε εμείς; Νομίζω ότι ήγγικεν η ώρα να εγκαταλείψουμε τη δημοσιονομική χίμαιρα και να δώσουμε τη μάχη στο μέτωπο της ανάπτυξης και της απασχόλησης. Ειδάλλως είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Διακρίνω μάλιστα τα φαντάσματα του Κέινς και του Ιρβινγκ Φίσερ γεμάτα απόγνωση να αναφωνούν: «Μα είναι δυνατόν; Ανθ’ ημών… Αλεσίνα και η νοικοκυρά της διπλανής πόρτας;».
Ο κ. Γιώργος Δουράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ