Η σπουδή της κυβέρνησης να δικαιολογήσει την ομοβροντία φόρων, λέγοντας ότι ο μέσος Ελληνας δεν υπερφορολογείται, την εγκλώβισε στη μοιραία σύγχυση που προκαλείται από στατιστικούς μέσους όρους. Οσοι βρίσκονται πάνω από τον μέσο όρο αγανακτούν γιατί όχι μόνο πληρώνουν πολλά αλλά λοιδορούνται κιόλας, ενώ όσοι ξεφεύγουν από τα φορολογικά βάρη κρυφογελάνε που η οργή στρέφεται κατά της κυβέρνησης και όχι των ιδίων. Αναδείχτηκε έτσι για άλλη μια φορά ότι μοναδικός στόχος που επιβάλλεται νέα φορολογία τα τελευταία χρόνια είναι η αγωνιώδης αναζήτηση κάποιων εσόδων και όχι ο εξορθολογισμός του συστήματος.
Στην πραγματικότητα όλα σχεδόν τα μέτρα της τελευταίας τριετίας έχουν επιβαρύνει τις ίδιες κατηγορίες γιατί οι συχνές αλλαγές και οι βιαστικές αποφάσεις οδηγούν στην ευκολότερη απόκρυψη των φοροφυγάδων, ενώ οι συνεπείς δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να πληρώσουν ξανά. Η δημόσια αντιπαράθεση που ξέσπασε τώρα με τον φόρο ακινήτων ίσως αποτελεί μια ευκαιρία να επανεξεταστούν μερικά από τα πολλά προβλήματα, από τον φόρο ακινήτων έως τους πλειστηριασμούς, χωρίς εξωπραγματικές απλουστεύσεις και γενικεύσεις. Συγκεκριμένα:

1.
Η φορολόγηση των ακινήτων δεν είναι ούτε αντισυνταγματική ούτε δεύτερη φορολογία με το επιχείρημα ότι έχει φορολογηθεί καλά και σώνει το εισόδημα με το οποίο αγοράστηκε (αν και πολλές φορές ούτε καν αυτό συμβαίνει). Tο ακίνητο δεν είναι μόνο τοποθέτηση χρημάτων αλλά ταυτόχρονα και επένδυση, η απόδοση της οποίας επηρεάζεται από τις υπηρεσίες για ασφάλεια και αναβάθμιση περιβάλλοντος που χρηματοδοτούνται από όλους τους φορολογούμενους. Επειδή στην Ελλάδα δεν υπάρχει φορολογία υπεραξίας, η συντομότερη οδός είναι ο φόρος ακινήτου ανάλογα με την εκάστοτε αξία του, αρκεί βέβαια αυτή να είναι υπαρκτή και όχι φούσκα. Στις σημερινές συνθήκες κατάρρευσης της αγοράς ακινήτων οι συντελεστές έπρεπε να είναι ιδιαιτέρως χαμηλοί και όταν αυτό δεν συμβαίνει πολλοί ιδιοκτήτες έρχονται σε απόγνωση.

2.
Η ιδέα της ενιαίας φορολογίας ανά ακίνητο είναι επίσης σωστή, απλούστατα γιατί το κάθε ακίνητο –ανάλογα με την παλαιότητα, την περιοχή και τις περιβάλλουσες υποδομές –ενσωματώνει πολύ διαφορετικές υπεραξίες που δύσκολα αθροίζονται σε ένα περιουσιολόγιο. Για να πληρώνει ο πλουσιότερος αναλογικά περισσότερο, αρκεί να μπει ένα σταθερό αφορολόγητο ποσό και στο υπόλοιπο ένας ενιαίος συντελεστής. Για παράδειγμα, με αφορολόγητο 50.000 ευρώ και συντελεστή 2%, ένα ακίνητο αξίας 100.000 ευρώ θα πληρώνει φόρο 1.000 ευρώ ή 1% επί της αξίας. Ενα ακίνητο του ενός εκατομμυρίου ευρώ θα έχει σχεδόν διπλάσιο ποσοστό επιβάρυνσης και έτσι η φορολόγηση γίνεται αυτομάτως προοδευτική.
Αν όμως η προοδευτικότητα του φόρου πάει να επιβληθεί με επιπλέον ΦΑΠ, όπως επιχειρείται με το κατατεθέν νομοσχέδιο, τότε θα εξευμενιστούν μεν ορισμένες «σοσιαλιστικές» ψευδαισθήσεις αλλά τα έσοδα θα δραπετεύσουν διότι τα ακριβά ακίνητα θα αρχίσουν να περνάνε σε οφσόρ εταιρείες ή να μεταμορφώνονται σε υπόστεγα. Αντίστοιχη κατάσταση είχε δημιουργηθεί και τη δεκαετία του 1990 με τη φορολογία μεγάλης ακίνητης περιουσίας όπου τα έσοδα λιγόστευαν κάθε χρόνο, επειδή όλες οι ακριβές συνοικίες της χώρας είχαν περάσει σε ψευδοεταιρείες του εξωτερικού. Ετσι, το 2002 επιβλήθηκε η φορολογία των οφσόρ που, παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις, ευτυχώς έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα.

3.
Παρόμοια πολιτική σύγχυση κρύβεται και στο ζήτημα των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας. Προφανώς είναι αδικία να χάνει κάποιος το πρώτο του σπίτι επειδή δεν μπορεί να ξεπληρώσει την τράπεζα λόγω της κρίσης, όταν μάλιστα η αξία του ακινήτου μπορεί να έχει πέσει και κάτω από το δάνειο που πήρε. Αλλο τόσο όμως είναι κάποιος να εκμεταλλεύεται το σύστημα και να απαιτεί να κρατήσει ως δικό του ένα σπίτι για το οποίο επί χρόνια δεν έχει πληρώσει ούτε μία δόση, ούτε καν ενοίκιο, αν και το επιτρέπει το εισόδημά του. Αν η λύση δοθεί με κριτήρια στατιστικού μέσου όρου, θα αδικήσει την πρώτη κατηγορία των φιλότιμων νοικοκυριών και θα κρυφογελάνε πάλι οι τσαμπατζήδες που θα γίνουν ιδιοκτήτες με κοινωνικό φωτοστέφανο.
Το πρόβλημα αυτό έχει παρουσιαστεί πολλές φορές στην Ιστορία και υπάρχουν ενδιαφέρουσες εμπειρίες αντιμετώπισης. Για παράδειγμα, όταν ξέσπασε κρίση ακινήτων στην αρχαία Ρώμη, ο Ιούλιος Καίσαρας αποφάσισε να ενισχύσει με το ίδιο ποσόν όλους όσους είχαν αγοράσει σπίτι με δάνειο ώστε ούτε αυτοί να το χάσουν ούτε να χρεοκοπήσουν οι τράπεζες. Πιο πρόσφατα η Ισλανδία επέφερε ένα ομοιόμορφο κούρεμα σε όλα τα στεγαστικά δάνεια ακριβώς για να μην αδικήσει όσους δικαιολογημένα τα καθυστερούν αλλά και να μην ευνοήσει όσους εσκεμμένα βαράνε κανόνι. Το γεγονός ότι τώρα πια οι ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών γίνονται κυρίως από το Δημόσιο, δηλαδή τελικά εις βάρος των φορολογουμένων, θα έπρεπε να εντείνει την υπευθυνότητα με την οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα και όχι να την αμβλύνει με εύκολους λαϊκισμούς
Και πάλι, όμως, μένει εκτός πολιτικής ένα ακόμα οξύτερο πρόβλημα, αφού περιέργως όλοι ασχολούνται με τους ιδιοκτήτες και κανείς δεν μιλά για τους πραγματικά φτωχούς που μένουν με νοίκι σε φτωχικά διαμερίσματα. Για να ελαφρυνθεί η δική τους κατάσταση, θα μπορούσε να αφυπνιστεί η κοινή γνώμη και να απαιτήσει τα έσοδα της φορολογίας ακινήτων να πηγαίνουν στην επιδότηση ενοικίου των πραγματικά φτωχών νοικοκυριών. Ετσι, θα ξεχώριζαν τα άκρα του πλούτου και της φτώχειας και θα ήταν σε όλους δύσκολο να κρυφτούν πίσω από στατιστικούς μέσους όρους.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ