Μιλούσα την περασμένη Κυριακή για τον κλήρο της προσφυγιάς με αναφορά στη μάνα μου. Στο μεταξύ δεύτερος κλήρος, της Ιστορίας τώρα, έπεσε στα χέρια μου πριν από μια βδομάδα. Με τη μορφή βιβλίου τη φορά αυτή, όπου ο ενικός αριθμός της ηροδότειας λέξης έγινε εδώ πληθυντικός σμίγοντας με τον μύθο. Ισως με πρότυπο και το σεφερικό «Μυθιστόρημα», που κυκλοφόρησε τον Μάρτη του 1935 σε 150 αντίτυπα αριθμημένα, αποστάζοντας τον καημό της Ρωμιοσύνης, μετά την παράλογη τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Ο λόγος για ένα ομόλογο, σύγχρονο πόνημα, κάπως παράδοξο αν κρίνουμε από τον τίτλο του, που σκαρφαλώνει από τους τρισύλλαβους «συνειρμούς» στις τετρασύλλαβες «μαρτυρίες», προτού φτάσει στις πεντασύλλαβες «μυθιστορίες», με αφηγηματικό υποκείμενο τον Γ. Β. Δερτιλή. Κάτω από μια παιδική φωτογραφία, εξ υστέρου χρονολογημένη (12 Οκτωβρίου 1944), εντοπισμένη («οδός Αμερικής 1») και υπομνηματισμένη: «Ο συγγραφέας εις νεαράν ηλικίαν πανηγυρίζει την εκκένωσιν της Αθήνας από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής και την είσοδο συμμαχικών στρατευμάτων. Στο βάθος, στη γωνία Αμερικής και Πανεπιστημίου, η επιγραφή υπενθυμίζει στους Συμμάχους την παρουσία του ΕΑΜ». Εκδόσεις: Πόλις.
Σύνολο: τετρακόσιες είκοσι τέσσερις σελίδες, μοιρασμένες στον Πρόλογο, στα εβδομήντα τέσσερα έντιτλα κείμενα, στο Επίμετρο, στο Ευχαριστήριο και στις Σημειώσεις. Για να συμπληρωθεί η αμήχανη αυτή παρουσίαση ενός βιβλίου που σε καθηλώνει (το διάβασα σε τέσσερις συνεχόμενες αγρυπνίες), έπονται δύο παραθέματα. Το ένα από τον Πρόλογο, το άλλο από το τελικό κείμενο με τον τίτλο «Και ένας τελευταίος συνειρμός –άνοιξη 2013».

Το πρώτο: «Με το συνειρμικό αυτό αφήγημα παραπέμπω συνεχώς στην ιστορία του τόπου μας στα τελευταία διακόσια χρόνια. Τούτο ήταν αναπόφευκτο για έναν ιστορικό που επιπλέον αγαπά τον τόπο του με ένα πάθος κάπως αφελές. […] Αυτούς ειδικά τους συνειρμούς τους προκαλούσε συχνά η σημερινή κρίση. Ωστόσο προσπάθησα να μην είναι ο σχολιασμός υπερβολικά κριτικός και βαρύθυμος. Τον προτιμούσα να θυμίζει το ειρωνικό παίγνιο της Ιστορίας και να προτρέπει στην απελευθέρωση που προσφέρει η αυτοειρωνεία, ατομική και συλλογική».

Το δεύτερο, απολογιστικό και δύσθυμο, παράθεμα: «Το τίμημα που κατέβαλε η νεοελληνική δημοκρατία για τα εκατόν πενήντα χρόνια της ζωής της ήταν βαρύ και πολυσύνθετο. Τίμημα πολιτικό: μια δημοκρατία που κατατρώγεται από τα καρκινώματα της δημαγωγίας και του λαϊκισμού. Τίμημα οικονομικό: φόροι ατελέσφοροι ένεκα ψηφοθηρίας, διοικητικές δαπάνες υπέρογκες λόγω πατρωνίας, στρατιωτικές δαπάνες αιματηρές χάριν σοβινιστικής πλειοδοσίας. Τίμημα πολιτισμικό: μια κοινωνία εκμαυλισμένη από τη δημαγωγική κολακεία και τη μυθοποίηση της υλικής αντιπαροχής, που βλέπει τις αξίες της να ανατρέπονται, την ιστορική της ταυτότητα να διαστρεβλώνεται και τον παραδοσιακό της πολιτισμό να χάνεται χωρίς να δημιουργείται νέος».
Που πάει να πει: η Ιστορία (ως μυθιστορία στην προκείμενη περίπτωση) συμπορεύεται από το προβληματικό παρελθόν στο κρίσιμο παρόν, επιμένοντας στον ενδιάμεσο χρόνο και χώρο, που συνεχώς στενεύει. Μέθοδος που προφαίνεται περισσότερο στα πολιτικά κείμενα, τα οποία παίζουν ρόλο ιστορικού εκσκαφέα. Τα μέτρησα βιαστικά και βγήκαν είκοσι επτά. Παραθέτω ενδεικτικά δέκα σημαδιακούς τίτλους: «Η πείνα της Κατοχής: Ταξικές διαφορές, αστικές ανασφάλειες», «Αστικό και καπιταλιστικό ήθος», «Η Ελλάδα, ο Εμφύλιος και ο Μαρξ: Αναγνώσεις μιας φιλίας», «Ο ακατάσχετος νεοπλουτισμός», «21η Απριλίου 1967, ώρα 1:50», «Δικτατορία: Οι απαρχές», «Αντιστασιακές ουτοπίες», «Χρήμα και Ιστορία», «Η αναβίωση της Δημοκρατίας και η Αριστερά», «Η Ελλάδα και η κρίση: Πρόβλημα μακροχρόνιο πολιτικό».
Τα πολιτικά αυτά κείμενα, που σαφώς εξέχουν, συμπληρώνονται από ζητήματα και ζητούμενα συστηματικής έρευνας και μελέτης στον τραπεζικό τομέα, που για πρώτη φορά στον τόπο μας απογράφεται και ελέγχεται ως αποφασιστικός δείκτης της εθνικής μας οικονομίας. Προτάσσονται ωστόσο και κείμενα οικογενειακής καταγωγής και αγωγής σε βάθος χρόνου, η οποία «συνειδητά εξιδανικεύεται», όπως ευθαρσώς ομολογείται στη σφραγίδα του Επιμέτρου, ως «συμφιλίωση που όλοι σχεδόν επιχειρούμε, αρχίζοντας με το πένθος, όταν έρχεται το αναπόδραστο».
Τα παραλειπόμενα είναι πολλά σ’ αυτή τη συνειδητά ψύχραιμη σύσταση. Δείγματος χάριν, το εύρος και το βάθος μιας σπάνιας επιστημοσύνης, αναγνωρίσιμης και αναγνωρισμένης περισσότερο στο εξωτερικό: Οξφόρδη, Χάρβαρντ, Φλωρεντία και προπαντός Παρίσι. Κι από κοντά το πάθος ενός δασκάλου που συσπειρώνει γύρω του νέους ερευνητές, «τα παιδιά του». Ασκώντας την Ιστορία («ιστορίης απόδεξιν», όπως την είπε εκείνος που την ανακάλυψε) ως μέθοδο γνώσης και αυτογνωσίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ