Οι πλειστηριασμοί αναδεικνύονται σε εφαλτήριο της κατάρρευσης των αξιών των ακινήτων και ευρύτερα των περιουσιακών στοιχείων και αιτία κοινωνικής και πολιτικής απορρύθμισης. Τι ακριβώς συμβαίνει; Μπορεί να αντιμετωπισθεί;

Η δημοσιονομικά χειμάζουσα και φορολογικά βεβαρημένη οικονομία λειτουργεί από καιρό υπό καθεστώς ακριβού χρήματος -ακόμα και σε αυτή την περίοδο της κρίσης και παρά την ουσιαστική «κρατικοποίηση» των τραπεζών. Τογεγονός αυτό περιορίζει τις μελλοντικές πραγματικές μετά φόρων αποδόσεις των επενδύσεων και συνεπακόλουθα το ενδιαφέρον των επενδυτών.

Έτσι και τα ακίνητα (σπίτια, μαγαζιά, βιομηχανικές εγκαταστάσεις), δεν προσελκύουν επενδυτές-αγοραστές, με αποτέλεσμα την πτώση των τιμών τους. Η αντίστροφη σχέση μεταξύ αξιών και επιτοκίων ενισχύεται από την κατάρρευση της ρευστότητας και τη μη έγκριση δανείων από τις τράπεζες. Ακόμα και στις νέες χαμηλότερες τιμές δεν παρατηρούνται συναλλαγές καθώς δεν είναι δυνατή η χρηματοδότηση τους.

Εν τέλει, η πτώση των τιμών μετατρέπεται σε κατάρρευση. Από την άλλη, οι ιδιοκτήτες ακινήτων που τα έχουν αποκτήσει κατά το παρελθόν σε υψηλές αξίες, δανειζόμενοι από τις πάλαι ποτέ κερδοσκοπικά απλόχερες τράπεζες, σήμερα βρίσκονται να χρωστάνε ένα υπέρογκο ποσό έναντι μιας ελλείπουσας αξίας. Ακόμα και η πώληση των ακινήτων στις τρέχουσες τιμές είναι πολύ πιθανό να μην αποφέρειέσοδα ικανά να αποπληρώσουν το σύνολο του δανεισμού.

Πόσο μάλλον στην περίπτωση όπου ταακίνητα ενταχθούν σε πλειστηριακή διαδικασία. Αποτέλεσμα, και οι ιδιοκτήτες χάνουν στον πλειστηριασμό τα ακίνητά, και η δανειακή υποχρέωση θα συνεχίσει κατάτο υπόλοιπο του μη αποπληρωθέντος από το πλειστηρίασμα δανείου,ενώ ο πλειστηριασμός θα σηματοδοτήσει την κατάρρευση της αξίας του ακινήτου παρασύροντας τις συγκριτικές αξίες και άλλων ακινήτων. Επιπλέον, οι τράπεζες θα έχουν εκποιήσει τα ακίνητα που έχουν ως εγγύηση έναντι των δανειοληπτών χωρίς να έχουν εισπράξει το σύνολο των δανείων.

Παράλληλα θα βρεθούν με ενέχυρα και εγγυήσεις από άλλα στεγαστικά δάνεια που παρασυρμένα από τη συγκριτική αποτίμηση θα χάνουν την αξία τους και θα μεγαλώνουν αντίστοιχα τηνανάγκη για πρόσθετες προβλέψεις έναντι μελλοντικών απωλειών, και άρα την ανάγκη για ενίσχυση της κεφαλαιοποίηση τους. Η πλήρης αποτυχία. Ο πλήρης εγκλωβισμός στο φαύλο κύκλο της απομόχλευσης, που οδηγεί ακόμα και στην κατάρρευση των ίδιων των τραπεζών.

Η ολική επιβεβαίωση των συνεπειών μιας απορυθμισμένης νομισματικής πολιτικής αφημένης στις προθέσεις «ιδιωτικών» τραπεζών δημόσιας ιδιοκτησίας… σε πλήρη αναντιστοιχία με τις ανάγκες μιας υπό κρίση οικονομίας υπό δημοσιονομική προσαρμογή και ύφεση.

Ωστόσο, ακόμα και μπροστά σε αυτή την τρανή και πασιφανή απόδειξη του λάθους της πολιτικής που έχει υιοθετηθεί από τρόικα και κυβέρνηση για την υπέρβαση της κρίσης, οι ιθύνοντες κωφεύουν. Μάλιστα μερικοί εκπρόσωποι της κυβερνητικής πλευράς και των τραπεζικών διοικήσεων εμμένουν να διαρρέουν ότι όσο η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση είναι αναπόδραστη εξέλιξη τα κόκκινα δάνεια, οι πτωχεύσεις και οι πλειστηριασμοί. Μα επιτέλους, μετά από έξι χρόνια σε κρίση τα κόκκινα δάνεια και οι πλειστηριασμοί τροφοδοτούνται από τις ίδιες τις συνθήκες ακριβού χρήματος στις οποίες λειτουργεί η ελληνική οικονομία.

Και μάλιστα ακριβού χρήματος πουτροφοδοτείται κυρίωςαπό τα ιδιαίτερα υψηλά περιθώρια κερδοφορίας των ελληνικών –κρατικοποιημένων- τραπεζών, σε αντίθεση με όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα εκείνες που βρέθηκαν σε κρίση αλλά όλως τυχαίως, βγαίνουν από αυτή (πχ Ιρλανδία, Ισπανία). Αυτή η άλλη ανάγνωση της πραγματικότητας καταλήγει εύλογα στο συμπέρασμα ότι η απώλεια της αξίας των ακινήτων θα μπορούσε να έχει μετριασθεί εάν περιορίζονταν τα επιτόκια χορηγήσεων.

Ευρύτερα, εάν εφαρμοζόταν υποβοηθητική νομισματική πολιτική, μεαύξηση της ρευστότητας και μείωση των επιτοκίων ακόμα και με μείωση των περιθωρίων κερδοφορίας των κατ’ουσίαν κρατικοποιημένων τραπεζών,θα ήταν δυνατό να ανακοπεί η κατάπτωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων της χώρας, να σταματήσει η ανατροφοδότηση των επισφαλειών των τραπεζών και τέλος,να διατηρηθεί ζωντανή η παραγωγική διαδικασία ενισχύοντας τις εγχώριες μικρές και μεγάλες επενδύσεις.

Επιπλέον, μια τέτοια πολιτική θα άνοιγε το δρόμο αποκρατικοποιήσεων σε εύλογες αξίες. Τέλος η μείωση των επιτοκίων αναμένεται να ενεργοποιήσει εθνικά επενδυτικά κεφάλαια, περιορίζοντας το μοναδικό ρόλο που επιφυλάσσει η σημερινή οικονομική πολιτική στα ξένα κεφάλαια για την ανάκαμψη της χώρας. Και τότε θα είναι δυνατή και ορατή η πραγματικά διατηρήσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας -και των ελληνικών τραπεζών- που δεν θα απαιτεί «πολιτική» διαπραγμάτευση για την πιστοποίησή της.

Πολύ περισσότερο,η αντιμετώπιση της κρίσης με ισότιμη κατανομή βαρών και στις τράπεζες και ενεργοποίηση της νομισματικής πολιτικής μπορεί να αποτρέψει τον τραγέλαφο: φορολογούμενοι να επιβαρύνονται δανειζόμενοι για να δανείσουν τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες μετη σειρά τους αποκτούν τις περιουσίες των φορολογούμενων σε πλειστηριακές τιμές – ως ιδιωτικοί κερδοσκοπικοί αλλά ωστόσο κρατικοποιημένοι οργανισμοί – που όμως στο τέλος θα βρεθούν σε χέρια των ιδιωτών που θα κατέχουν την περιουσία αυτών που δανείστηκαν για να τους σώσουν….