Ο πρώην πρωθυπουργός της Ισπανίας Θαπατέρο έγραψε ολόκληρο βιβλίο, το οποίο μόλις εκδόθηκε, για να περιγράψει το πώς η γερμανίδα καγκελάριος επιχείρησε αλλά ευτυχώς για τους Ισπανούς τελικά δεν τα κατάφερε, να οδηγήσει με το ζόρι τη χώρα του – και χωρίς να το έχει πραγματικά ανάγκη – σε τρόικα και μνημόνιο.

Με αντίστοιχο τρόπο περιγράφει και την ιταλική εμπειρία, που την έζησε παράλληλα: λέει ότι ήδη από τις Κάννες το όνομα Μάριο Μόντι ακουγόταν παντού στους διαδρόμους, ενώ τότε αποκλείστηκαν οριστικά και τα ευρωομόλογα που, για τον πρώην πρωθυπουργό της Ισπανίας, θα μπορούσαν να έχουν περιορίσει και ελέγξει την κρίση από την αρχή…

Φυσικά, στο Βερολίνο δεν ενοχλείται κανείς απ’ όλα αυτά: το να ανεβάζουν και να κατεβάζουν με τεχνητούς και μη εκβιασμούς κυβερνήσεις στην Ευρώπη του 21ου αιώνα είναι κάτι που αποτελεί κύριο μέρος της πολιτικής τους και το εκλαμβάνουν μάλλον τιμητικά, παρά προσβλητικά.

Ταυτόχρονα, έχουν δίπλα τους τραγικούς συμμάχους αναγκαιότητας, όπως η ελληνική κυβέρνηση που εξακολουθεί να επιμένει στο ρόλο του “καλού παιδιού” της Γερμανίας. Ρόλος χρήσιμος για την Μέρκελ, για όσο φυσικά της είναι χρήσιμος.

Σε αυτά τα πλαίσια, επιμένει η κυβέρνηση να διαφημίζει ως επιτυχία το ταξίδι, λόγω της… “στήριξης” Μέρκελ σε Σαμαρά. Πρέπει να είναι τραγικά απελπισμένοι στο Μέγαρο Μαξίμου. Αλλιώς, δεν μπορεί να ερμηνευθεί αυτή η στάση εξωπραγματικής διαστρέβλωσης της πραγματικότητας.

Το Βερολίνο δεν έδωσε, όπως ήταν απολύτως προεξοφλημένο, το παραμικρό στην Ελλάδα. Το είχε άλλωστε πει σε όλους τους τόνους ότι δεν θα δώσει. Είπε δύο “καλές” κουβέντες που εξαντλούνται στο ότι αν κάνετε όλα όσα έχουμε επιβάλλει και έχετε αποδεχθεί με την πλάτη στον τοίχο, είστε καλοί και μπράβο σας… Σπουδαία στήριξη και μεγάλη επιτυχία!

Την ίδια στιγμή, η υπόθεση των γερμανικών επανορθώσεων και του αναγκαστικού δανείου, εξαφανίστηκε οριστικά για την κυβέρνηση Σαμαρά. Τη θάψανε βαθειά στο χώμα: η δε Γερμανία μπορεί στο εξής να επικαλείται ότι δεν ετέθη τέτοιο ζήτημα στις διμερείς επαφές μετά από όλη αυτή τη φασαρία που έγινε, άρα, δεν υφίσταται και ζήτημα. Και μόνο αυτό θα ήταν αρκετό για να πει κάποιος ότι το ταξίδι αυτό προκάλεσε ουσιώδη εθνική ζημιά.

Όμως δεν είναι, δυστυχώς, μόνον, ούτε καν κυρίως, αυτό: είναι και η επαναβεβαίωση ότι η Ελλάδα θα ακολουθήσει πιστά τη γερμανική πολιτική και θα παίξει, για όσο τη χρειάζονται βέβαια, το ρόλο του καλού παιδιού: κάτι που ασφαλώς δεν οδηγεί πουθενά.

Όσο για τις δηλώσεις Σαμαρά ότι αν λείψουν κάποιοι βουλευτές θα βρεθούν άλλοι να στηρίξουν την κυβέρνηση, πέρα από την ιλαρότητα του να αντιγράφεται εκείνο που πριν από λίγα 24ωρα καταγγέλθηκε ως… αποστασία, υπάρχει και το πιο ουσιαστικό ζήτημα των όσων έχουμε μπροστά μας: τελικά, η κυβέρνηση έχει συνεπώς συνείδηση ότι αντιμετωπίζει την κοινοβουλευτική της πτώση αν οδηγήσει στη Βουλή όσα της απαιτούνται; Με αυτά τα δεδομένα, ο ορίζοντας επιβίωσής της είναι το αργότερο μέχρι τις ευρωεκλογές του Μαίου, αν και τίποτα δεν μπορεί να αποκλείσει πια αυτός να έρθει πιο κοντά.

Όμως κι αν κάτι τέτοιο δεν συμβεί, είναι δεδομένο ο Μάιος θα βρει τη χώρα να καταγράφει στις ευρωεκλογές ποσοστά στον κυβερνητικό συνασπισμό που αθροιστικά δεν θα έχουν ως πρώτο ψηφίο κάτι άλλο από το 1… Δηλαδή, θα πρόκειται για μία δυσαρμονία που δεν θα μπορεί πια να καλυφθεί με τίποτα. Κι αυτή είναι η μία μόνο όψη των όσων μετρούν οι δημοσκόποι είτε το λένε, είτε δεν το λένε δημόσια.

Το συμπέρασμα είναι ένα: εισερχόμαστε πλέον στην τελική ευθεία. Και, εκείνοι που σήμερα γελούν με μια εικονική πραγματικότητα, αύριο θα κλαίνε.

Δυστυχώς, με το δρόμο που έχουν επιλέξει, δηλαδή τη μετάλλαξη από την πολιτική της “αντίστασης” στη γερμανική πολιτική στην πολιτική της πλήρους υποταγής σε αυτή, είναι βέβαιο ότι θα κλαίει και η χώρα μαζί τους – αλλά για άλλους λόγους.