Εν μέσω λιτότητας και περικοπών στις δημόσιες δαπάνες, η απεργίατων διοικητικών υπαλλήλων και η ουσιαστική απώλειατου διδακτικού εξαμήνου θα έπρεπε να φέρει τόσο την πολιτική ηγεσία του Υπουργίου όσο και τους Πανεπιστημιακούς προ των ευθυνών τους.

Υπάρχει λογικός άνθρωπος που ακόμα πιστεύει ότι το διδακτικό εξάμηνο δεν έχει χαθεί; Στο βαθμό που μαθήματα του χειμερινού εξαμήνου αποτελούν προαπαιτούμενα μαθημάτων του εαρινού εξαμήνου πως σκέφτονται οι πανεπιστημιακοί να αναδιαρθρώσουν το όλο πρόγραμμα έτσι ώστε να διασφαλισθεί η ομαλή μετάβαση από το ένα εξάμηνο στο άλλο;

Πιστεύουν άραγε ότι εάν τα καταφέρουν και διασφαλίσουν τη διεξαγωγή μαθημάτων ακόμα και το Σαββατοκύριακο, μπορούν να διδάξουν στους φοιτητές την αναφερόμενη ύλη στον εκάστοτε οδηγό σπουδών; Στο βαθμό που το παραπάνω δεν καταστεί δυνατό τι αντίκτυπο θα έχει η μη κάλυψη της εξεταστέας ύλης στα επόμενα διδακτικά εξάμηνα;

Εδώ μιλάμε όχι για την «απλή» απώλεια ενός εξαμήνου αλλά για ολική αναδιοργάνωση του οδηγού σπουδών (αφού πληθώρα μαθημάτων αποτελούν προαπαιτούμενα για μαθήματα επομένων εξαμήνων). Πως σκέφτονται λοιπόν να αντιμετωπίσουν οι πανεπιστημιακοί την παραπάνω πρόκληση;

Βέβαια,τα όσα συμβαίνουν σήμερα «φέρνουν» στο φως πόσα λίγα πράγματα έχουν αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες. Θυμάμαι ακόμα τον Οκτώβριο του 1987 όταν διάβαινα ως πρωτοετής φοιτητής την σιδερένια καγκελόπορτα μεγάλου ελληνικού (Οικονομικού) Πανεπιστημίου θέλοντας να ξεκινήσω τις σπουδές του. Ακόμα θυμάμαιότι η «παρθενική» διάλεξη ουδέποτε έλαβε χώρα.

Το αμφιθέατρο, γεμάτο από αφίσες κομματικών νεολαιών, δεν άφηνε, ούτε κατά διάνοια, χώρο στο μαυροπίνακα για τον «άμοιρο» καθηγητή ο οποίος απέλπιδα προσπαθούσε να γράψει, με άσπρη κιμωλία, τις πολύπλοκες μαθηματικές (διαφορικές) του εξισώσεις (ο συγκεκριμένος, ιδιαίτερα αξιόλογος, καθηγητής έχει σήμερα συνταξιοδοτηθεί).

Πριν ακόμα ο εν λόγω καθηγητής επιχειρήσει να λάβει τη θέση του μπροστά στομαυροπίνακα, σειρά εκπροσώπων (γνωστών και άγνωστων) κομματικών νεολαιών, χωρίς φόβο αλλά με περισσό θράσσος, «άρπαζαν» το μικρόφωνο έχοντας ως στόχο μια μακροσκελή ανάλυση των οικονομικών δεινών της ελληνικής κοινωνίαςκαι καλώντας, εν τέλει, τους πρωτοετείς φοιτητές σε παρατεταμένη αποχή από τα μαθήματα (χωρίς βέβαια αυτά να έχουν καν ξεκινήσει!).

Φοιτητικές εκλογές, σε συνδυασμό με πρυτανικές εκλογές τότε, όπως και σήμερα (26 χρόνια μετά),πάντα «χέρι με χέρι».

Πράγματι, 26 χρόνια έχουν παρέλθει αλλά η κομματική παρέμβαση, σε συνδυασμό με κάθε λογής άλλη διεκδίκηση (η οποία διαταράσσει την ομαλή διεξαγωγή των μαθημάτων) καλά κραττεί. Εδώ λοιπόν τίθεται το απλό ερώτημα: Τι είδους πανεπιστημιακή εκπαίδευση θέλουμε στην Ελλάδα και σε ποιο βαθμό μπορεί αυτή να οδηγήσει τη χώρα σε έξοδο από την κρίση;

Μπορεί το ελληνικό Πανεπιστήμιο, σε περίοδο βαθιάς ύφεσης και υπερχρέωσης του κράτους (το οποίο, καλώς ή κακώς, στηρίζεται στην κάθε λογής βούληση των δανειστών του) να συνεχίσει την απρόσκοπτη παροχή «δωρεάν» παιδείας (όπως επί χρόνια την γνωρίζαμε) και τον άκρατο εναγκαλισμό μεταξύ πανεπιστημιακών και κομμάτων;

Δυστυχώς αποτελεί κοινό μυστικό ότι η απαξίωση επιταχύνεται από την έξοδο λαμπρών (νέων) πανεπιστημιακών επιστημόνων οι οποίοι κατακλύζουν τα Αγγλικά (και άλλα διεθνή πανεπιστήμια)με το βιογραφικό τους σημείωμα.Είτε το θέλουμε είτε όχι, κάθε φορά που το Liverpool(όπως και τόσα άλλα πανεπιστήμια) προκηρύσσουν πανεπιστημιακή θέση,μεγάλο ποσοστό αιτήσεων προέρχεται από πανεπιστημιακούς εργαζόμενους στην Ελλάδα.

Εκείνο δε που θλίβει περισσότερο είναι ότι πληθώρα ελλήνων πανεπιστημιακών υποβάλλει αίτηση για πανεπιστημιακές θέσεις σημαντικά κατώτερες των ακαδημαϊκών τους προσόντων. Η δυναμική της απαξίωσης του ελληνικού Πανεπιστημίου σε όλο της το μεγαλείο.

Βασικός στόχος της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης, μέχρι το 2020, παραμένει η διάθεση 3% του ΑΕΠ της οικονομίας σε (ιδιωτικές και δημόσιες) δαπάνες έρευνας και τεχνολογίας. Τι ακριβώς ισχύει στην Ελλάδα;Σήμερα η Ελλάδα ως ουραγός (και) στον τομέα αυτό, δαπανά μόνο 0,6% του ΑΕΠ (για ποιον άραγε λόγο έχουμε διαθέσιμα στοιχεία μόνο μέχρι το 2007;), ποσοστό υποδιπλάσιο σε σχέση με τις επίσης βαλόμενες από την ύφεση Πορτογαλία (1,5% του ΑΕΠ), Ισπανία (1,29% του ΑΕΠ) και Ιρλανδία (1,72% του ΑΕΠ).

Η όποια επένδυση σε έρευνα και τεχνολογία μπορεί να οδηγήσει στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την αύξηση του ΑΕΠ εάν και εφόσον αξιοποιηθεί το βέλτιστο έμψυχο υλικό (πτυχιούχοι καιακαδημαϊκό προσωπικό) του ελληνικού πανεπιστημίου.

Για ποιο βέλτιστο έμψυχο υλικό θα μιλάμε σε λίγοόταν αφενός η ποιότητα των σπουδών βάλλεται από τις συνεχόμενες αντιπαραθέσεις μεταξύ Υπουργείου και Πανεπιστημιακής κοινότητας και αφετέρου μεγάλο μέρος αξιόλογων ελλήνων πανεπιστημιακών σκέφτεται σοβαρά (αν δεν το έχει ήδη πράξει) τη «φυγή» στο εξωτερικό;


* Ο κ. Κώστας Μήλας, είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, University of Liverpool