Τον τελευταίο καιρό συναντάω αρκετούς που, χωρίς να δηλώνουν οπαδοί ή δεδομένοι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, τείνουν να διατυπώνουν κάποια καλόπιστα, κατά κανόνα, ερωτήματα. Γράφω «κατά κανόνα», γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία πως υπάρχουν και κάποιοι που, ενώ έχουν κάνει εδώ και καιρό την επιλογή τους να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές, ψαρεύουν στα θολά νερά, παριστάνοντας τους ταλαντευόμενους.
Το πρώτο, λοιπόν, από αυτά τα ερωτήματα είναι: «Μήπως να τους δοκιμάσουμε, βρε αδελφέ, κι αυτούς; Μήπως να τους δώσουμε μια ευκαιρία;». Εκ πρώτης όψεως, ένα τέτοιο επιχείρημα ακούγεται ίσως λογικό. Ομως, στην πολιτική δεν ισχύει η μέθοδος «της δοκιμής και του σφάλματος». Εδώ τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, γι’ αυτό και είναι καλό να λαμβάνει κανείς σοβαρά υπόψη τις δηλωμένες θέσεις και τις διαφαινόμενες προθέσεις κάθε κόμματος, ιδιαίτερα όταν έχει να κάνει με μαθητευόμενους (και, επιπλέον, επικίνδυνα δογματικούς) μάγους όπως ο κ. Τσίπρας και ο κ. Λαφαζάνης. Με άλλα λόγια, αν το «πείραμα» του ΣΥΡΙΖΑ αφήσει πίσω του αποκαΐδια, τρέχα γύρευε μετά πότε και πώς θα μπορέσει να συμμαζευτεί το χάος που θα έχει προκύψει. Δεν κινδυνολογώ, επιχειρηματολογώ.
Το δεύτερο ερώτημα/επιχείρημα που ακούγεται συχνά είναι: «Ε, και να ‘ρθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, τι χειρότερο μπορεί να συμβεί από όσα συμβαίνουν σήμερα;». Και αυτή η προσέγγιση, όπως και η προηγούμενη, μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλων μας το ζωνάρι έχει σφίξει για τα καλά. Και όμως, μπορεί –ναι, μπορεί –να δουν πολύ χειρότερα τα μάτια μας. Χειρότερο από το να ζεις με το επίδομα ανεργίας είναι να μην μπορεί καν το κράτος να σου δίνει το επίδομα, ή να σου το δίνει σε δραχμοχαρτοπόλεμο, φρεσκοτυπωμένον στον Χολαργό. Χειρότερο από το να μη σου έχουν μείνει και πολλές καταθέσεις στην τράπεζα είναι να μην μπορείς καν να τις σηκώσεις (όποιος θέλει, ας ρωτήσει σχετικά και τους «αδελφούς Κυπρίους»). Για να μη μακρηγορώ, μια κυβέρνηση που δηλώνει ότι θα συγκρουστεί με τους δανειστές μας, ότι θα καταγγείλει τις δανειακές συμβάσεις, ότι θα αγνοήσει τις αποφάσεις των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ναι, μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε πολύ πιο δυσάρεστες καταστάσεις από αυτές που ζήσαμε και ζούμε. Και πάλι δεν κινδυνολογώ, επιχειρηματολογώ.
Τρίτο ερώτημα/επιχείρημα που ακούγεται είναι: «Μα, η Αριστερά δεν έχει ασκήσει εξουσία στη χώρα μας. Πού ξέρεις; Μπορεί να αποδειχθεί καλύτερη από τους προηγούμενους». Ως προς αυτό, αρκούν νομίζω -λόγω και περιορισμένου χώρου –δύο επιχειρήματα. Καταρχήν, όπου οι φίλοι και οι ομοϊδεάτες του κ. Τσίπρα και του κ. Λαφαζάνη έχουν ασκήσει εξουσία, το μόνο που γνώρισαν οι χώρες τους ήταν το εφιαλτικό εκείνο κράμα ανελευθερίας και οικονομικής εξαθλίωσης για το οποίο οποιοσδήποτε εχέφρων πολίτης δεν μπορεί παρά να σκέφτεται «μακριά από μας». Ακόμα και ο σύντροφος Μαδούρο, διάδοχος του πιο πρόσφατου ειδώλου των απανταχού «αντιιμπεριαλιστών» και νεοκομμουνιστών, του συντρόφου Τσάβες, δεν καταφέρνει, από όσο ξέρω, να εξασφαλίσει στους πολίτες της Βενεζουέλας ούτε το… χαρτί τουαλέτας το επιούσιο. Επίσης, δεν είναι αλήθεια ότι η Αριστερά δεν έχει ασκήσει εξουσία στη χώρα μας. Εξουσία δεν είναι μόνο η κυβέρνηση. Εξουσία ασκείται και στο συνδικάτο, και στον συνεταιρισμό, και στην τοπική αυτοδιοίκηση, ακόμα και στον εξωραϊστικό σύλλογο. Και εκεί, βέβαια, τα δείγματα γραφής που έχει δώσει η Αριστερά κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά είναι. Με την ίδια ευκολία και την ίδια υστεροβουλία που το ΠαΣοΚ ή η ΝΔ διόριζαν όπου και όταν μπορούσαν, διόριζε και η κομμουνιστική Αριστερά στους δήμους που είχε επί χρόνια υπό τον έλεγχό της. Για όλους αυτούς τους λόγους, νομίζω ότι ούτε το επιχείρημα περί αγνής, άδολης, αδοκίμαστης, κ.λπ. Αριστεράς έχει βάση.
Ασφαλώς, δεν είναι αυτά τα μόνα «ερωτήματα» που επιστρατεύονται προκειμένου να «δικαιολογήσουν» μια ενδεχόμενη ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ. Νομίζω πάντως ότι όλοι, στο άμεσο ή το ευρύτερο περιβάλλον μας, ακούμε καθημερινά να διατυπώνεται κάποιο από αυτά.
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ