Με ευκαιρία τις πρόσφατες προσπάθειες συγκρότησης ενός τρίτου πόλου μεταξύ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ τίθεται το θέμα της διάκρισης μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, καθώς και της διάκρισης μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και αριστεράς. Υπάρχει μια γενικευμένη ασάφεια σε ό,τι αφορά τους παραπάνω όρους. Και στον προφορικό αλλά και στον γραπτό λόγο εννοιολογούνται με διαφορετικούς και συχνά αντιθετικούς / αποπροσανατολιστικούς τρόπους.

Αυτό προκαλεί σύγχυση και άγονες διαμάχες. Οι αντιμαχόμενες πλευρές ανταλλάσσουν επιχειρήματα χωρίς ουσιαστική επικοινωνία, χωρίς να καταλαβαίνει ο ένας τι ακριβώς εννοεί ο άλλος. Δεν είναι λοιπόν περίεργο πως ένας σημαντικός αριθμός πολιτικών επιστημόνων θεωρεί, λανθασμένα κατά τη γνώμη μου, τις έννοιες αριστερά και δεξιά ξεπερασμένες. Ο μόνος τρόπος αποφυγής των ad hoc ορισμών, ο μόνος τρόπος σωστής αντιμετώπισης της πολυσημίας των όρων είναι να δει κανείς πώς ένας όρος συνδέεται με άλλους σε ένα συγκεκριμένο θεωρητικό ή και ιστορικό πλαίσιο.

Από αυτή τη σκοπιά μπορεί κανείς να συνδέσει τη διάκριση αριστερά – δεξιά με ένα μοναδικό είδος κοινωνικής οργάνωσης που έγινε κυρίαρχο μετά τη βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία και την πολιτική επανάσταση του 1789 στη Γαλλία. Ακολουθώντας μια μακροσυγκριτική ιστορική προσέγγιση, η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται κυρίως (αλλά όχι μόνο) από μια πρωτοφανή κινητοποίηση και ένταξη του πληθυσμού στο κράτος-έθνος. Με την ανάδυση του κράτους-έθνους και την πρωτόγνωρη διείσδυσή του στην περιφέρεια της κοινωνίας βλέπουμε την περιθωριοποίηση της παραδοσιακής μη διαφοροποιημένης κοινότητας. Ετσι, παρατηρούμε μια αλλαγή στη σχέση δύναμης μεταξύ τοπικών και εθνικών ελίτ, μια συγκέντρωση όχι μόνο των μέσων παραγωγής αλλά και των μέσων κυριαρχίας και ιδεολογικής/πολιτισμικής επιρροής στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας.
Αυτό που έχει σημασία για τον διαχωρισμό μεταξύ αριστεράς και δεξιάς είναι πως η ένταξη του πληθυσμού στο εθνικό κέντρο μπορεί να πάρει αυτόνομες αλλά και ετερόνομες μορφές. Στην πρώτη περίπτωση μπορούμε να μιλήσουμε για έναν δημοκρατικό εκσυγχρονισμό: δικαιώματα αστικά, πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά διαχέονται σταδιακά από το επίπεδο των ελίτ σε αυτό των λαϊκών στρωμάτων (π.χ. Αγγλία του 19ου αιώνα). Η ετερόνομη ένταξη από την άλλη μεριά οδηγεί την πλειοψηφία του πληθυσμού στο κέντρο (ένταξη στον εθνικό στρατό, στο εθνικό σύστημα παιδείας κ.τ.λ.) αλλά χωρίς τη διάχυση δικαιωμάτων προς τα κάτω. Πρόκειται για έναν αυταρχικό εκσυγχρονισμό όπου οι πολίτες είναι «εντός» του εθνικού κέντρου σε ό,τι αφορά τις λειτουργίες ενός αυταρχικού συστήματος εξουσίας, και «εκτός» σε ό,τι αφορά την απόκτηση δικαιωμάτων. Για παράδειγμα, στην Πρωσία του 19ου αιώνα υπήρξε μαζική ένταξη στον στρατιωτικό και ιδεολογικό εθνικό χώρο, χωρίς όμως την παροχή πολιτικών δικαιωμάτων στον λαό.
Με βάση την παραπάνω ανάλυση μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικούς τύπους αριστεράς: την επαναστατική, τη ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατική και τη ριζοσπαστική αριστερά.
Επαναστατική αριστερά. Κατά τον Λένιν η ένταξη του πληθυσμού στο κράτος-έθνος στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες είναι ετερόνομη παρά αυτόνομη. Η εξάπλωση και διάχυση δικαιωμάτων στον 19ο και τον 20ο αιώνα είναι επιφανειακή αφού στον καπιταλισμό τα μέσα παραγωγής, κυριαρχίας και ιδεολογικής επιρροής ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από τη μεγαλοαστική τάξη. Μόνο με την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού και την πορεία προς τον σοσιαλισμό/κομμουνισμό θα έχουμε την ουσιαστική ανάπτυξη δικαιωμάτων προς όλους, θα έχουμε δηλαδή την κατάργηση της οικονομικής εκμετάλλευσης και της πολιτικής και ιδεολογικής χειραγώγησης του λαού. Κατά τον Λένιν η στρατηγική της σταδιακής, εξελικτικής πορείας προς τον σοσιαλισμό δεν είναι δυνατή. Η παραχώρηση ψήφου στην εργατική τάξη απλά την ενσωματώνει ακόμη πιο σταθερά στο καπιταλιστικό σύστημα. Ετσι η αριστερά πρέπει να έχει σαν στόχο τη βίαιη ανατροπή του καπιταλισμού και την επιβολή της δικτατορίας του προλεταριάτου που είναι η βασική προϋπόθεση για το πέρασμα στον σοσιαλισμό/κομμουνισμό. Μόνο αυτή η τροχιά θα επιφέρει την ουσιαστική καθολική ανάπτυξη δικαιωμάτων, δηλαδή το τέλος της εκμετάλλευσης και της κρατικής καταπίεσης.
Τα αποτελέσματα της επαναστατικής στρατηγικής ήταν, ως γνωστόν, πολύ διαφορετικά από τους στόχους της. Στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» είχαμε μεν από τη μια μεριά την κατάκτηση του δικαιώματος στην εργασία για όλους (δικαίωμα που όλο και περισσότερο απουσιάζει στις καπιταλιστικές κοινωνίες). Από την άλλη μεριά όμως είχαμε την κατάργηση βασικών πολιτικών δικαιωμάτων που οδήγησαν στην ετερόνομη ένταξη στο κέντρο. Οδήγησαν σε έναν άκρως αυταρχικό εκσυγχρονισμό που είχε καταστροφικές συνέπειες ως προς την οικονομία, την ευημερία των πολιτών και τη γεωπολιτική κατάσταση του ανατολικού μπλοκ. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης τα αριστερά κόμματα με επαναστατικούς προσανατολισμούς (κομμουνιστικά, τροτσκιστικά, μαοϊκά κ.τ.λ.), τουλάχιστον στην ΕΕ, μπήκαν στο περιθώριο.
Η ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερά. Αντίθετα με τον Λένιν, ο Μπερνστάιν και οι οπαδοί του πίστευαν στον ρεφορμιστικό εξελικτισμό. Κατ’ αυτόν, μετά τη θέσπιση της καθολικής ψηφοφορίας (αρχικά για άνδρες), οι πιθανότητες μιας σταδιακής (μη επαναστατικής) πορείας προς έναν δημοκρατικό σοσιαλισμό είναι δυνατή. Αρχικά μέσα στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα υπήρχαν και επαναστατικές και ρεφορμιστικές τάσεις. Σταδιακά όμως οι τελευταίες κυριάρχησαν. Ετσι σήμερα, όταν αναφερόμαστε στον όρο σοσιαλδημοκρατία, εννοούμε τη μορφή που αυτή πήρε στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο, στη λεγόμενη «χρυσή εποχή» της (1945-1975). Είναι κυρίως σε αυτή την περίοδο που με την είσοδο της εργατικής τάξης (μέσω μαζικών εργατικών κομμάτων και συνδικάτων) στην ενεργό πολιτική και την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, για πρώτη φορά στην ιστορία της νεωτερικότητας, διαχύθηκαν προς την κοινωνική βάση. Ετσι, σε αυτή την περίπτωση η διαφορά μεταξύ στόχων και αποτελεσμάτων δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο στην επαναστατική περίπτωση. Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός δεν επιτεύχθηκε αλλά σε έναν βαθμό ο καπιταλισμός «εξανθρωπίστηκε». Βέβαια μετά τη δεκαετία του ’70 η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού οδήγησε στη συρρίκνωση των δικαιωμάτων. Σήμερα ο στόχος μιας νεοσοσιαλδημοκρατικής αριστεράς πρέπει να είναι το πέρασμα από τον νεοφιλελεύθερο σε έναν δεύτερο εξανθρωπισμό του καπιταλισμού – ως βασική προϋπόθεση για τη σταδιακή μετάβαση στον δημοκρατικό σοσιαλισμό.
  • Η ριζοσπαστική αριστερά. Για τη ριζοσπαστική αριστερά, στην περίοδο 1945-1975, η σοσιαλδημοκρατία πέτυχε όντως την εξάπλωση δικαιωμάτων –και αυτό γιατί βασίζονταν στη μαζικά οργανωμένη εργατική τάξη. Στη συνέχεια όμως, για διάφορους λόγους, αναγκάστηκε να έρθει κοντά στη νεοφιλελεύθερη, αγοροκρατική ιδεολογία. Προχώρησε δηλαδή στον λεγόμενο «μπλερισμό». Από τη σκοπιά των επικριτών της η σοσιαλδημοκρατία, αφού στη σημερινή μεταβιομηχανική κατάσταση έχασε την εργατική βάση της, είναι πια παρελθόν. Χρειάζεται λοιπόν να την ξεπεράσουμε και να προχωρήσουμε σε μια μετασοσιαλδημοκρατική στρατηγική που θα φέρει μια ριζική «ανατροπή» του status quo.
Τι εννοεί αυτού του τύπου η αριστερά όταν ευαγγελίζεται την ανατροπή; Δεν φαίνεται να στοχεύει στη βίαιη κατάλυση του καπιταλισμού, αλλά μάλλον στην εμβάθυνση των σοσιαλδημοκρατικών θεσμών (π.χ. μέσω της άμεσης δημοκρατίας). Στοχεύει επίσης στην παραπέρα εξάπλωση των κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων μέσω της κινητοποίησης και του συντονισμού διαφόρων παλιών και νέων κινημάτων (Ε. Laclau). Αν αυτό ευσταθεί, η διαφορά με τη σοσιαλδημοκρατία δεν είναι μεγάλη. Και η σοσιαλδημοκρατική και η ριζοσπαστική αριστερά αποδέχονται τη μη επαναστατική δημοκρατική πορεία προς τον σοσιαλισμό. Και οι δύο αντιτίθενται στη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, στη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και των πολιτικών δικαιωμάτων. Από αυτή τη σκοπιά η μετασοσιαλδημοκρατική αριστερά σήμερα, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να αποκαλείται ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία –σε αντίθεση με τη νεοκομμουνιστική αριστερά τύπου Α. Badiou ή τη νεοσταλινική αριστερά τύπου S. Zizek (αυτές έχουν πολλούς οπαδούς στους πανεπιστημιακούς κύκλους εντός και εκτός Ελλάδας).
Νομίζω πως ο ορισμός της αριστεράς με βάση τη σχέση της με τη νεωτερικότητα είναι πιο χρήσιμος από εναλλακτικούς ορισμούς που έχουν σαν κριτήριο π.χ. την ισότητα (Bobbio) ή τη χειραφέτηση (Giddens). Αν όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά γιατί, ως γνωστόν, η διάκριση αριστερά – δεξιά πρωτοεμφανίστηκε στην περίοδο της γαλλικής επανάστασης. Επιπλέον, η σύνδεση της διάκρισης με τις συνθήκες της νεωτερικότητας μας βοηθούν να καταλάβουμε καλύτερα τις διαφορές μεταξύ των τριών αριστερών προσανατολισμών σήμερα.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ