Το Βήμα, The New York Times

Την περασμένη Παρασκευή ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s υποβάθμισε τη Γαλλία. Η κίνηση αυτή έγινε πρωτοσέλιδο, με πολλά ρεπορτάζ να κάνουν λόγο για κρίση στη Γαλλία. Ομως οι αγορές χασμουριόντουσαν: το κόστος δανεισμού της Γαλλίας, κοντά σε ιστορικό χαμηλό, ίσα που κουνήθηκε. Τί συμβαίνει λοιπόν;
Η απάντηση είναι ότι η κίνηση του S&P πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής δημοσιονομικής λιτότητας. Και εννοώ πολιτική, όχι οικονομικά. Γιατί η συνωμοσία εναντίον της Γαλλίας, είναι μία ξεκάθαρη επίδειξη, ότι στην Ευρώπη, όπως και στην Αμερική, οι υπέρμαχοι της δημοσιονομικής πειθαρχίας δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για τα ελλείμματα.
Αντίθετα, χρησιμοποιούν τον φόβο του χρέους για να προωθήσουν μία ιδεολογική ατζέντα. Και η Γαλλία, η οποία αρνείται να παίξει το παιχνίδι τους, έχει γίνει ο στόχος αδιάκοπης αρνητικής προπαγάνδας. Αφήστε με να σας δώσω ένα παράδειγμα για ποιο πράγμα μιλάμε. Πριν από έναν χρόνο το περιοδικό The Economist περιέγραψε τη Γαλλία ως «μία βόμβα στην καρδιά της Ευρώπης», με προβλήματα που μπορούν να ξεπεράσουν αυτά της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας. Τον Ιανουάριο του 2013, το CNN έγραψε ότι η Γαλλία βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, «ένα κράτος που οδεύει προς μία οικονομική Βαστίλη».
Παρόμοιες αναφορές γίνονται σε πολλά οικονομικά δημοσιεύματα. Δεδομένης αυτής της ρητορικής, περιμένεις να δεις τα χειρότερα από τα οικονομικά στοιχεία της Γαλλίας. Αυτό που, αντίθετα, βλέπεις είναι μία χώρα που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες – ποιά δεν αντιμετωπίζει; – αλλά σε γενικές γραμμές τα πάει το ίδιο καλά ή και καλύτερα από πολλούς γείτονές της, με εξαίρεση τη Γερμανία. Η πρόσφατη ανάπτυξη της Γαλλίας ήταν αναιμική, αλλά καλύτερη από της Ολλανδίας, η οποία έχει ακόμη τα «ΑΑΑ». Οι γάλλοι εργαζόμενοι ήταν πιο παραγωγικοί από τους γερμανούς ομολόγους τους – και ακόμη είναι. Στο μεταξύ οι δημοσιονομικές προοπτικές της Γαλλίας δεν είναι ανησυχητικές. Το έλλειμμα έχει μειωθεί από το 2010, και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναμένει ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ να μείνει σταθερός τα επόμενα πέντε χρόνια. Τί συμβαίνει με το ζήτημα του γερασμένου πληθυσμού;
Αυτό συνιστά πρόβλημα στη Γαλλία, όπως και σε όλα τα πλούσια κράτη. Αλλά η Γαλλία έχει υψηλότερο δείκτη γεννητικότητας σε σχέση με τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης – εν μέρει επειδή τα κυβερνητικά προγράμματα υποστηρίζουν τις γεννήσεις και κάνουν πιο εύκολη τη ζωή των εργαζόμενων μητέρων – και έτσι η δημογραφική προοπτική της είναι καλύτερη από των γειτόνων της, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Το αξιόλογο σύστημα Υγείας της Γαλλίας, υψηλής ποιότητας με χαμηλό κόστος, θα αποτελέσει μεγάλο πλεονέκτημα για τη χώρα στο μέλλον. Αν δούμε τους αριθμούς, είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί η Γαλλία αξίζει αυτό το όνειδος.
Τί συμβαίνει λοιπόν; Πριν δύο μήνες ο Όλι Ρεν, ο ευρωπαίος επίτροπος οικονομικών και νομισματικών υποθέσεων – ένας από τους βασικούς υποστηρικτές των σκληρών πολιτικών λιτότητας – απέρριψε την εμφανώς υποδειγματική δημοσιονομική πολιτική της Γαλλίας.
Γιατί; Επειδή βασιζόταν σε φορολογικές αυξήσεις και όχι σε περικοπές, που «μπορεί να σταματήσουν την ανάπτυξη και να εμποδίσουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας».
Η εξήγηση του οίκου S&P για την υποβάθμιση ήταν παρόμοια: δεν έχουν σημασία οι αριθμοί, πού είναι οι φορολογικές ελαφρύνσεις και η απορύθμιση; Μπορεί να νομίσετε ότι ο Ρεν και ο S&P βασίζουν τις απαιτήσεις τους σε στοιχεία που δείχνουν ότι οι περικοπές είναι προτιμότερες από την αύξηση της φορολογίας. Όχι. Στην πραγματικότητα, το ΔΝΤ λέει ότι όταν προσπαθείς να μειώσεις το έλλειμμα σε περίοδο ύφεσης πετυχαίνεις ακριβώς το αντίθετο: οι προσωρινές φορολογικές αυξήσεις κάνουν πολύ λιγότερο κακό από τις περικοπές.
Η Γαλλία διέπραξε την ασυγχώρητη αμαρτία του να είναι δημοσιονομικά υπεύθυνη χωρίς να προκαλεί πόνο στους φτωχούς και άτυχους. Και πρέπει να τιμωρηθεί.