ΤΟ ΒΗΜΑ – The Project Syndicate

Οι πρόσφατες εκλογές στη Γερμανία και η παρατεινόμενη διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης καταδεικνύουν κάτι αξιοπερίεργο. Όχι μόνο φαίνεται πως η Γερμανία διοικεί την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και η Ευρώπη μοιάζει «ερωτευμένη» με αυτή τη Γερμανία, καθώς, σε δύσκολη συγκυρία οικονομικής και πολιτικής αστάθειας, οι Γερμανοί εμφανίζονται ως οι μόνοι Ευρωπαίοι που μοιάζει να ξέρουν τι ακριβώς θέλουν.
Η μοναδικότητα της Γερμανίας είναι τόσο ξεκάθαρη, ώστε, ενώ σε αλλά κράτη της Ε.Ε., τα εκλογικά σώματα «τιμωρούν» τις κυβερνήσεις τους που τους έριξαν τόσο βαθιά μέσα σε αυτή τη νέα Μεγάλη Ύφεση, στη Γερμανία οι πολίτες επανεξέλεξαν την καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ, υποστηρίζοντας σθεναρά το κόμμα της, τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU).
Κι εκεί που, σε πολλές χώρες της Ευρώπης, ξεπηδάνε λαϊκά αντιευρωπαϊκά κόμματα της δεξιάς, κερδίζοντας πολιτικό έδαφος, η Γερμανία δεν διαθέτει μια παρόμοια αντιευρωπαϊκή παράταξη με σοβαρή στήριξη. Ακόμη και το νεότευκτο κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία», που παραλίγο να πιάσει το εκλογικό όριο του 5% και να μπει στη Γερμανική Βουλή, ισχυριζεται πως η ατζέντα του δεν είναι τόσο αντιευρωπαϊκή, όσο εναντίον του ενιαίου νομίσματος.
Επιπλέον, οι γείτονες της Γερμανίας δείχνουν με κάθε τρόπο την αγάπη τους προς αυτήν: στη Γαλλία, ο διανοούμενος Αλέν Μινκ δημοσίευσε το βιβλίο «Ζήτω η Γερμανία» (Vive l’ Allemagne), πλέκοντας το εγκώμιο στην «πιο υγιή και δημοκρατική χώρα της Ευρώπης». Στην Ιταλία, ολοένα και πληθαίνουν οι φωνές όσων θεωρούν πως η Γερμανία θα έπρεπε να χρησιμεύσει ως μοντέλο προκειμένου η χώρα να βγει από τη κρίση. Ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον αποπειράθηκε να ενισχύσει το διεθνές του κύρος μιλώντας για τους «στενούς δεσμούς που ενώνουν το Ηνωμένο Βασίλειο με τη Γερμανία». Μέχρι και η ηγεσία της Κίνας θεωρεί πως η Γερμανία αποτελεί ένα υπόδειγμα βιώσιμης ανάπτυξης διαμέσου εξαγωγών.
Όταν σχηματιστεί η νέα κυβέρνηση της Μέρκελ, το Βερολίνο θα αναλάβει έναν ακόμη πιο σημαντικό ρόλο προς την επίτευξη μιας ακόμη μεγαλύτερης Ευρωπαϊκής ενοποίησης –μια διαδικασία που απαιτεί ακόμη μεγαλύτερες θυσίες, συμπεριλαμβανομένης της εκχώρησης της εθνικής της κυριαρχίας. Υπό μια έννοια, κάτι τέτοιο θα αποτελεί μια συνέχεια της μακραίωνης ιστορίας της Γερμανίας. Ενός κράτους που διαρκώς αυτοκαταργεί κι αυτοκαταργείται.
Το αποδεικνύει η ιστορία. Σχεδόν κάθε εκατό χρόνια, από την εποχή της Μεταρρύθμισης του Μαρτίνου Λούθηρου, ο αριθμός των ανεξάρτητων γερμανικών κρατιδίων μειώνεται συνεχώς. Η Συνθήκη Ειρήνης της Βεστφαλίας το 1648 μείωσε τον αριθμό τους στην λεγόμενη Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τρεις με τέσσερις χιλιάδες σε μόλις τριακόσια με τετρακόσια κρατίδια.
Μετά το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων (1815) ο αριθμός τους έπεσε στα 39, ενώ το 1866 παρέμεναν μόλις 34 μέλη της γερμανικής συνομοσπονδίας. Μια νέα σειρά πολέμων και συνθηκών ειρήνης είχαν ως αποτέλεσμα την «kleindeutsch», τη «Μικρή Γερμανική Αυτοκρατορία» του 1871, όπου υπήρχαν μόνο τρία κύρια γερμανόφωνα κράτη στην Ευρώπη (η Γερμανική Αυτοκρατορία, η Αυστροουγγαρία και η Ελβετική Συνομοσπονδία), εκ των οποίων κανένα δεν αποτελούσε ένα συμβατικό έθνος-κράτος.
Στον δε 20ο αιώνα η διάσπαση της Γερμανίας το 1949 σε Ομοσπονδιακή και Λαοκρατική ανέβασε τον αριθμό των γερμανόφωνων ευρωπαΐκών κρατών σε τέσσερα (μαζί με την Αυστρία και την κατάπλειψηφία γερμανόφωνη Ελβετία).
Συμπέρασμα: αν η νέα κυβέρνηση του Βερολίνου τεθεί επικεφαλής σε μία πορεία προς μια πιο ισχυρή, πιο ομοσπονδιακή Ευρώπη, σε έναν αιώνα από σήμερα μπορεί να μην υπάρχει στη Γηραιά ‘Ηπειρο κανένα κυρίαρχο γερμανικό κράτος. Γιατί η Γερμανία και οι εραστές της πεθαίνουν πάντα στο τέλος, μονάχα για να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

*Ο Harold James είναι καθηγητής Ιστορίας και Διεθνών Υποθέσεων στο πανεπιστήμιο Πρίνστον των ΗΠΑ.