Ο αυξανόμενος συσσωρευμένος πλούτος και η κατανάλωση των αναδυόμενων οικονομιών και των χωρών BRICs, έχουν αλλάξει ριζικά την εικόνα του πλανήτη και θα διαμορφώσουν το μέλλον και το διεθνή καταμερισμό του πλούτου. Αυτό έχει ήδη συμβεί σε μεγάλο βαθμό!

Πράγματι, η συνεισφορά των αναδυόμενων αγορών στον παγκόσμιο ρυθμό ανάπτυξης αυξήθηκε από 35% τη δεκαετία του 1980 στο 70% τη δεκαετία του 2000. Μέχρι το 2029 και ενδεχομένως και νωρίτερα, η Κίνα θα έχει ξεπεράσει τις Η.Π.Α. ως η μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως και μέχρι το 2028 η Ινδία αναμένεται να καταλάβει την τρίτη θέση μπροστά από τη Γερμανία και την Ιαπωνία (Silverstein et al., 2012).

Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ο 21ος αιώνας ανήκει στις «αναδυόμενες οικονομίες». Αυτές οι χώρες δεν είναι μόνον η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία και η Ρωσία (χώρες BRICs), αλλά και η Ινδονησία, η Νότιος Αφρική, η Νιγηρία, η Τουρκία, αλλά και άλλες νέες ανερχόμενες δυνάμεις λόγω του μεγέθους του πληθυσμού τους και των αναπτυξιακών τους προοπτικών.


Οι τεκτονικές αλλαγές στην παγκόσμια σύνθεση της κατανάλωσης
Η ετήσια κατανάλωση των χωρών BRICs το 2010 ανερχόταν στα $5 τρισ. από μόλις $1,4 τρισ. το 2000, σημειώνοντας αύξηση 250%, ενώ προβλέπεται εκρηκτική αύξηση της κατανάλωσης (κυρίως της Κίνας) τα επόμενα χρόνια με έμφαση στα καταναλωτικά αγαθά (O’Neill, 2012). Οι Ινδοί κι οι Κινέζοι καταναλωτές θα ξοδέψουν μέχρι το τέλος του 2020 σε προϊόντα και υπηρεσίες το εντυπωσιακό ποσό των $64 τρισ., με ετήσια κατανάλωση περίπου $10 τρισ. (Silverstein et al., 2012).

Πιο συγκεκριμένα, η Κίνα εκτιμάται να καταναλώσει αθροιστικά $41,5 τρισ. την περίοδο αυτή, από τα $2 τρισ. στα $6,2 τρισ. ετησίως, μια αύξηση 203%. Αντίστοιχα, η Ινδία αναμένεται να καταναλώσει αθροιστικά $22,5 τρισ. την ίδια περίοδο, ποσό που αντιστοιχεί σε αυξημένη ετήσια κατανάλωση κατά 261%, από τα $991 δισ. στα $3,6 τρισ. Παράλληλα, στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια θα αυξηθεί ο αριθμός των ανθρώπων που αγοράζουν είδη πολυτελείας κατά 500 εκατ., εκ των οποίων τα 200 εκατ. θα είναι Κινέζοι, με την Ινδία, τη Βραζιλία και τη Ρωσία να ακολουθούν (O’Neill, 2012).

Η Goldman Sachs (2013) σε πρόσφατη μελέτη της κατέγραψε «τι θέλει ο κόσμος» («What the world wants») παρουσιάζοντας τις σημαντικότερες τάσεις της παγκόσμιας κατανάλωσης κατά τις επόμενες δεκαετίες. Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, οι αναδυόμενες αγορές έχουν μόλις περάσει το εισοδηματικό σημείο που η κατανάλωση για εμπορεύματα έχει φτάσει στο μέγιστο βαθμό και η ζήτηση αναμένεται να στραφεί σε διαρκή καταναλωτικά αγαθά. Από την άλλη μεριά, οι ανεπτυγμένες αγορές παρουσιάζουν υψηλή ζήτηση στον τομέα των υπηρεσιών. Επιπλέον, η Αφρική φαίνεται ότι έχει τη μεγαλύτερη αναπτυξιακή δυναμική από το 2020 και έπειτα σε όλες τις κατηγορίες καταναλωτικών δαπανών, από τα εμπορεύματα μέχρι και τις υπηρεσίες. Όσον αφορά τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά, το ποσοστό των αναδυόμενων αγορών είναι σήμερα κοντά στο 45% και αναμένεται να φτάσει το 75%. Τέλος, οι υπηρεσίες (διαφήμισης, ασφάλισης, τουρισμού) από κάτω του 20% αναμένεται να φτάσουν το 50% στα επόμενα χρόνια μέχρι το 2030.
Η HSBC (2012) κάνει λόγο για μια παγκόσμια καταναλωτική επανάσταση, η οποία καθοδηγείται από την εντυπωσιακή επέκταση της μεσαίας τάξης. Περίπου 3 δισ. άνθρωποι που αντιστοιχούν σε πάνω από το 40% του σημερινού πληθυσμού, θα ενταχθούν μέχρι το 2050 στη μεσαία τάξη, προερχόμενοι κυρίως από τις αναδυόμενες αγορές. Τα μεγέθη αυτά το 2050 θα αντιστοιχούν περίπου στα 2/3 της παγκόσμιας κατανάλωσης, σε σχέση με το περίπου 1/3 που κατέχουν σήμερα οι αναδυόμενες αγορές. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη οι κλάδοι που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τις αναδυόμενες χώρες είναι ο τομέας ένδυσης και υπόδησης, τα τεχνολογικά προϊόντα που διευκολύνουν την καθημερινότητα (gadgets), ο οικιακός εξοπλισμός και τα έπιπλα, ο τουρισμός αλλά και ο τομέας των χρηματοοικονομικών/τραπεζικών υπηρεσιών και της υγείας.
Ακόμη ένας πυλώνας της παγκόσμιας ανάπτυξης είναι ο τουρισμός, παρέχοντας ευκαιρίες για την απασχόληση και την τοπική οικονομία. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα στοιχεία για τον παγκόσμιο τουρισμό, αντιστοιχεί στο 9% του παγκόσμιου ΑΕΠ, στο 6% των παγκόσμιων εξαγωγών και στο 1/11 των θέσεων εργασίας (UNWTO, 2013). Ο συνεχώς αυξανόμενος εξερχόμενος τουρισμός από την Κίνα, από 10 εκατ. το 2000 σε 83 εκατ. τουρίστες το 2012 (+18% σε σχέση με το 2011), καθιστά τη χώρα τη μεγαλύτερη αγορά εξερχόμενου τουρισμού στον κόσμο με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης (European Travel Commission and World Tourism Organization, 2013).

Επιπρόσθετα, οι Κινέζοι τουρίστες πραγματοποιούν πλέον τις υψηλότερες ταξιδιωτικές δαπάνες από οποιαδήποτε άλλη εθνικότητα τουριστών. Αν και η ανάπτυξη του εξερχόμενου τουρισμού των τελευταίων δύο δεκαετιών ήταν ραγδαία εξακολουθεί να είναι μικρή σε σχέση με το μέγεθος του πληθυσμού της Κίνας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της HSBC (2012), τα ταξίδια από την Κίνα θα φτάσουν τα 130 εκατ. μέχρι το 2015, και ενδεχομένως μέχρι και τα 200 εκατ. μέχρι το 2020.

Αντίστοιχο ενδιαφέρον για την Ελλάδα στον κλάδο του τουρισμού παρουσιάζει και η Ρωσία δεδομένης της αναμενόμενης αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος τα επόμενα χρόνια. Ήδη η Ελλάδα προσελκύει μεγάλο αριθμό Ρώσων τουριστών, οι οποίοι σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2012 αντιπροσωπεύουν το 5,6% της εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης σε άτομα (874,8 χιλ. ταξιδιώτες) και αντιστοιχούν στο 9,45% των ταξιδιωτικών εισπράξεων (€ 947 εκατ.).

Είναι πολύ σημαντικό για τις εγχώριες επιχειρήσεις, αλλά και για το κράτος να κατανοήσουν άμεσα, να καθοδηγήσουν και να εκμεταλλευτούν αυτό το νέο κύμα της μεσαίας τάξης στις αναδυόμενες αγορές, όπου οι προτιμήσεις και οι καταναλωτικές συνήθειες δεν είναι ακόμη εδραιωμένες. Οι αγορές αυτές δημιουργούν σημαντικές ευκαιρίες και για τους Έλληνες επιχειρηματίες οι οποίοι θα πρέπει να στοχεύσουν σε ένα μικρό μόνο μέρος της πίτας αυτής μέσω των εξαγωγών και της εξωστρέφειας, προσφέροντας ποιοτικά αγαθά και υπηρεσίες στα οποία παρουσιάζουν σημαντικό πλεονέκτημα, όπως για παράδειγμα, το ελαιόλαδο, τα ενδύματα και οι τουριστικές υπηρεσίες ή ακόμη και τα εξειδικευμένα προϊόντα πολυτελείας, αλλά και η εκπαίδευση.
Ασφαλώς μέσα από αυτές τις νέες συνθήκες θα αναδειχθούν οι κλάδοι στους οποίους θα πρέπει να στραφεί η Ελλάδα για την εκμετάλλευση των παρατηρούμενων αλλαγών. Για παράδειγμα, η προσέλκυση τουριστών και καταναλωτών από πολυπληθείς αγορές και χώρες. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί και σε κλάδους όπως είναι η φαρμακοβιομηχανία, οι οποίοι θα ευνοηθούν από τις νέες συνθήκες (αύξηση του προσδόκιμου ζωής, γήρανση παγκόσμιου πληθυσμού κ.λπ.), τόσο στην Ασία αλλά ιδιαίτερα στην Αφρική.
Ο νέος χάρτης της παγκόσμιας ανάπτυξης, η αστικοποίηση και η εντυπωσιακή άνοδος της μεσαίας τάξης, οι σοβαρές δημογραφικές εξελίξεις και η μεταβολή των καταναλωτικών προτύπων, διαμορφώνουν μια νέα παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα γεμάτη προκλήσεις και ευκαιρίες. Το οικονομικό μοντέλο της χώρας μας θα πρέπει να μετασχηματιστεί από μια εγχώρια, εσωστρεφή, υπερδανεισμένη οικονομία σε μια εξωστρεφή, ανταγωνιστική οικονομία με έμφαση στις εξαγωγές και την καινοτομικότητα. Αν και έχουν ήδη γίνει βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, αυτή είναι μία διαδικασία που θα πάρει χρόνο, αλλά είναι μακροπρόθεσμα υγιής και βιώσιμη.

*Ο κ. Νικόλας Φίλιππας είναι καθηγητής Πρόεδρος του Δ.Σ. και Επιστημονικός Διευθυντής του ΚΕΠΕ