Θα συμφωνήσουμε όλοι, νομίζω, ότι το ρήμα «συμβιβάζομαι» και τα παράγωγά του «συμβιβασμός», «συμβιβαστικός» κτλ. έχουν μια αρνητική φόρτιση όταν τα χρησιμοποιούμε στον καθημερινό πολιτικό λόγο. Η λέξη «συμβιβασμός» φαίνεται να αποδίδει μια αθέμιτη υποχωρητικότητα και ο «συμβιβαστικός» άνθρωπος ακούγεται ως ενδοτικός ή ηττοπαθής. Την εξήγηση τη βρίσκουμε ήδη στον πρόλογο του συγγραφέα, ο οποίος ισχυρίζεται ότι το πρόβλημα της πολιτικής βίας στη χώρα μας έχει πολιτισμικές ρίζες. «Διαχέεται από τη ρητορική μίσους των πολιτικών πρωταγωνιστών αλλά διαιωνίζεται επειδή αποθεώνεται η πολεμική βία των πραγματικών ή φανταστικών προγόνων μας…» (σελ. 10). Σε αυτή τη βάση οι δύο μεγάλες παρατάξεις, η Δεξιά και η Αριστερά, έχουν η καθεμιά πλάσει τη δική της μυθολογία. Η δεξιά μυθολογία τρέφεται από την «πολεμική αρετή των Ελλήνων» ενώ η αριστερή από το «αντιστασιακό ήθος του Ελληνισμού». Σε κάθε περίπτωση, πάντως, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, αυτή «η συγκρουσιακή κουλτούρα καλλιεργείται ήδη από το σχολείο με την ανάγνωση της ελληνικής ιστορίας ως αλυσίδας «αδιαπραγμάτευτων» αγώνων του έθνους που ξεκινούν από τον Μαραθώνα και φτάνουν ως σήμερα» (σελ. 49).
Το βιβλίο του Δ. Ψυχογιού Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία το διάβασα το καλοκαίρι που μας πέρασε. Εντυπωσιάστηκα από τη διαύγεια της σκέψης του συγγραφέα. Αμέσως μετά διάβασα ένα άλλο, επίσης εξαιρετικό βιβλίο, του Κώστα Κωστή Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας (Η διαμόρφωση του ελληνικού κράτους 18ος-21ος αιώνας). Πρόκειται για μια στοχαστική και τεκμηριωμένη μελέτη της διαδικασίας σχηματισμού και εξέλιξης του ελληνικού κράτους. Το δεύτερο αυτό βιβλίο το διάβασα αναπόφευκτα έχοντας διαρκώς κατά νου το πρώτο. Ιδίως στα πρώτα κεφάλαια, όπου ο Κώστας Κωστής πραγματεύεται τις διαδοχικές εμφύλιες αντιπαραθέσεις που εκτυλίχθηκαν παράλληλα με τον απελευθερωτικό πόλεμο και παραλίγο να οδηγήσουν σε ναυάγιο το εγχείρημα των εξεγερμένων. Ναυάγιο που θα είχε οπωσδήποτε επισυμβεί αν δεν μεταβάλλονταν εν τω μεταξύ οι διεθνείς συσχετισμοί που τελικά ευνόησαν τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Αυτή είναι, νομίζω, και η πρώτη πανηγυρική εμφάνιση των κακομαθημένων παιδιών της Ιστορίας. Οι «ξένοι» απελευθερώνουν τους Ελληνες όταν οι ίδιοι κοιτούσαν πώς θα βγάλει ο ένας το μάτι του άλλου. Γιατί ήδη από το 1823 είχαν αρχίσει οι εμφύλιες αντιπαραθέσεις: προύχοντες εναντίον οπλαρχηγών, Ρουμελιώτες εναντίον Πελοποννησίων, οι νησιώτες εναντίον των χερσαίων, το βουλευτικό εναντίον του εκτελεστικού και πάει λέγοντας. Ολοι εναντίον όλων.
Ωστόσο αυτή η τόσο έκδηλη εμφυλιοπολεμική διάσταση του απελευθερωτικού αγώνα αποσιωπάται στα σχολικά εγχειρίδια. Κι όμως εδώ πρέπει, νομίζω, να ανιχνεύσουμε τις απαρχές της βίας που έκτοτε σημαδεύει την πολιτική μας ιστορία. Μια αλληλουχία πραξικοπημάτων, εξεγέρσεων, δικτατοριών, εμφυλίων πολέμων αποτελούν τα βίαια διαλείμματα του κοινοβουλευτισμού. Πρόκειται για καθεστώτα «έκτακτης ανάγκης» ή «εξαιρετικά καθεστώτα», όπως τα χαρακτηρίζει η θεωρία του συνταγματικού δικαίου, αλλά που, αν το καλοσκεφθεί κανείς, δεν είναι τόσο ο εξαιρετικός χαρακτήρας που τα διακρίνει σε σχέση με μια υποτιθέμενη δημοκρατική ομαλότητα όσο το ότι αποτελούν το καθένα από αυτά τη δραματική κορύφωση μιας διαρκούς εμφύλιας διχοστασίας που διατρέχει την κοινοβουλευτική μας ιστορία ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Ο Εθνικός Διχασμός, το μετεμφυλιοπολεμικό κράτος της δεκαετίας του ’50, ο ανένδοτος της δεκαετίας του ’60 και η αποστασία, αλλά ακόμη και αυτή η εξ αποκαλύψεως «πάλη μεταξύ φωτός και σκότους» στη δεκαετία του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90 σηματοδοτούν περιόδους της νεότερης κοινοβουλευτικής μας ιστορίας όπου η εγχώρια πολιτική αντιπαράθεση διεξήχθη μέσα από μια ρητορική μίσους. Δεν αρκούσε απλώς να ηττηθεί πολιτικά ο αντίπαλος. Επρεπε και να εξοντωθεί ως εχθρός της δημοκρατίας αλλά και του έθνους. Να αφανιστεί. Και αφού σε συνθήκες δημοκρατίας αυτό δεν ήταν δυνατόν να συμβεί φυσικώ τω τρόπω, έπρεπε ο εχθρός να κηρυχθεί αποσυνάγωγος. Αρκεί να θυμηθούμε την περίπτωση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος κατηγορήθηκε ως ο «Εφιάλτης» της δημοκρατίας. Τον ίδιο έφτασαν να τον κατηγορήσουν και ως κατοχικό δωσίλογο. Αλλά και την απόπειρα να καταδικαστεί από το Ειδικό Δικαστήριο ο Ανδρέας Παπανδρέου ως κοινός απατεώνας.
Εξετάζοντας εκ των υστέρων την πάγια σφοδρότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης στη χώρα μας, αναρωτιέται κανείς πώς εμπλέκεται εδώ η πρώιμη σε σχέση με τις δυτικές δημοκρατίες εισαγωγή της καθολικής ψηφοφορίας ήδη από το 1843. Το λέω αυτό γιατί σε άλλες κοινωνίες η πολιτική αντιπαράθεση, όσο σφοδρή και αν ήταν, εκτυλίχθηκε κυρίως μέσα στα άδυτα ενός ολιγαρχικού κοινοβουλευτισμού, μιας δημοκρατίας των προκρίτων που καθιστούσε ευκολότερους τους πολιτικούς ελιγμούς και τις συναινέσεις. Εκεί, δηλαδή, ο κοινοβουλευτισμός ανδρώθηκε μέσα σε ένα περιβάλλον που ευνοούσε τις συμβιβαστικές λύσεις, χαρακτηριστικό που λειτουργούσε παιδαγωγικά, όσο παράλληλα διευρυνόταν σταδιακά το εκλογικό σώμα. Σε εμάς η εισαγωγή της καθολικής ψηφοφορίας ενέταξε ξαφνικά το εκλογικό σώμα μέσα σε έναν πολιτικό στίβο που είχε ήδη ενσωματώσει τη βία ως θεμελιώδες χαρακτηριστικό του. Εκεί, δηλαδή, η παιδαγωγική λειτουργία της δημοκρατίας ήταν προς την κατεύθυνση της αναζήτησης συναινετικών λύσεων. Σε εμάς, αντίθετα, το εκλογικό σώμα κατηχήθηκε εξαρχής στη λογική των ριζικών, των ασυμφιλίωτων αντιπαραθέσεων.
Και σήμερα τι γίνεται; Κάποιοι ισχυρίζονται ότι διανύουμε μια περίοδο ακήρυχτου εμφυλίου πολέμου. Το βέβαιον πάντως είναι ότι η κρίση έφερε βίαια και ταυτόχρονα στην επιφάνεια όλη την παθογένειά μας, αυτήν που γνωρίζαμε όλοι αλλά αποστρέφαμε το βλέμμα όσο διαρκούσε η σαθρή υλική ευμάρεια. Και ασφαλώς η κρίση όχι μόνο πολλαπλασίασε την πολιτική βία, όπως εύλογα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, αλλά την εγκατέστησε στην κεντρική σκηνή της πολιτικής ζωής, στη Βουλή. Η κοινοβουλευτική παρουσία της Χρυσής Αυγής επιβεβαιώνει ότι η «πάνω πλατεία» των Αγανακτισμένων, όπου επικράτησε ο πιο χυδαίος αντικοινοβουλευτικός λόγος της Ακροδεξιάς, όχι μόνον κατίσχυσε επικοινωνιακά της αριστερόστροφης «κάτω πλατείας» αλλά κατόρθωσε τελικά να εκπορθήσει και τη Βουλή με τον σκοπό να την κάνει πραγματικό «μπουρδέλο». Γιατί αυτό που επιμένουν κάποιοι να μην καταλαβαίνουν είναι ότι στη διαλεκτική της βίας μοιραία επικρατεί ο πιο βίαιος και ότι ο σίγουρα χαμένος είναι η δημοκρατία.
Ο κ. Γιώργος Καμίνης είναι δήμαρχος Αθηναίων.

Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του κ. Δ. Ψυχογιού στις 15 Οκτωβρίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ