Έχουμε να πούμε πολλά. Για τον καιρό, το μνημόνιο, τους ξένους, τους ντόπιους, τα εσώψυχά μας. Και η όρεξη μας να μιλάμε αυξάνει, χάρη και στα νέα μέσα επικοινωνίας, από μέρα σε μέρα. Το σύμπαν της γλώσσας μας διαστέλλεται ταχύτερα από το φυσικό. Και αυτό οριοθετεί και τη συνολική μας ύπαρξη. «Τα όρια μας είναι τα όρια της γλώσσας μας» έλεγε ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν. Όσο περισσότερο διευρύνονται αυτά, άλλο τόσο κι εμείς.

Υπάρχουν μόνο δυο (θεμιτοί) περιορισμοί σε αυτή τη διεύρυνση.

Ο ένας είναι γλωσσικός: Το ανείπωτο, αυτό που δεν μπορούμε (ακόμα) να εκφράσουμε με έννοιες. Γι αυτό ισχύει μια άλλη ρήση του Βιτγκενστάιν: «Για ότι δεν μπορούμε να μιλάμε, πρέπει να σωπαίνουμε».

Ο δεύτερος περιορισμός είναι επικοινωνιακός – αφορά στο δημόσιο λόγο και συνίσταται στους γραφτούς και άγραφους νόμους που απαγορεύουν τη συκοφαντία και τη σπίλωση της τιμής των άλλων.

Αυτό το διαχρονικό ποτάμι του λόγου χωρίζεται, σύμφωνα με το θεωρητικό της επικοινωνίας Μάρσαλ Μακλούεν, σε τρεις εξελικτικές φάσεις:

Η πρώτη είναι κυρίως ακουστική. Η επικοινωνία βασίζεται στον προφορικό λόγο με πρόμαχο την υψηλή ρητορική, και με φυσικά όργανα τη γλώσσα και το αυτί. Η φάση αυτή άρχισε στους προϊστορικούς χρόνους και κράτησε μέχρι και την Αναγέννηση.

Η δεύτερη φάση είναι κυρίως οπτική. Η επικοινωνία βασίζεται στο γραπτό λόγο, με φυσικό όργανο το μάτι. Η φάση εγκαινιάζεται το 1450 μ.Χ. με την ανακάλυψη της τυπογραφίας από τον Γιοχάνες Γκούτενμπεργκ και τη συνακόλουθη επανάσταση στην έκδοση βιβλίων.

Η τρίτη εξελικτική φάση, που καταλήγει στη σημερινή ραδιοτηλεόραση, είναι η οπτικοακουστική. Η επικοινωνία βασίζεται στη σύνθεση λόγου και εικόνας, σε μια καινούρια γλώσσα δηλαδή, με φυσικά όργανα το αυτί και το μάτι. Η φάση αυτή εγκαινιάστηκε στο Μεσοπόλεμο με την ανακάλυψη της τηλεόρασης και, χάρη στο ίντερνετ, φαίνεται πως θα συνεχιστεί για πολλές ακόμη δεκαετίες.

Ο πρώτος «θάνατος» της ΕΡΤ, τον Ιούνιο του 2013, αποτέλεσε έτσι μετωπική επίθεση και κατά της τρίτης, πιο εξελιγμένης σήμερα μορφής επικοινωνίας. Με το «μαύρο», η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά ήθελε να δείξει, ότι μπορεί, πρώτον, να συρρικνώνει κατά το δοκούν τα όρια της γλώσσας των άλλων, και δεύτερον, να ασκεί βιοπολιτική βία: Να «τυφλώνει» το μάτι και να «κουφάνει» το αυτί του τηλεθεατή – τα φυσικά όργανα δηλαδή, που, ιστορικά μετεξελιγμένα, του επιτρέπουν να κάνει την πρώτη κριτική αποτίμησή των οπτικοακουστικών πληροφοριών.

Η αλήθεια είναι, ότι στις πέντε σχεδόν δεκαετίες της ύπαρξής της, η ΕΡΤ δεν ανταποκρίθηκε ποτέ επαρκώς στον καθαυτό ρόλο μιας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης: στην παραγωγή δηλαδή δημόσιων αξιών (public value), όπως τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα, τη δημοκρατία, την αλληλεγγύη με τους πρόσφυγες και πάει λέγοντας. Στον τομέα ενημέρωσης ήταν υποχείριο της εκάστοτε κυβέρνησης (με λίγους θύλακες ελευθερίας), ενώ στον πολιτιστικό τομέα, όπου έκανε συχνά καλή δουλειά, δεν ήταν πάντα απαλλαγμένη από σκοπιμότητες και δουλείες.

Αυτό άλλαξε μέσα σε μια νύχτα, με το κλείσιμο του σταθμού. Ξαφνικά, η ΕΡΤ έγινε αγνώριστη. Η απαλλαγή από τους κυβερνητικούς τοποτηρητές, και τις άχρηστες ιεραρχίες, της έδωσαν φτερά. Η εφαρμογή της συνταγής: Ποιοτική ραδιοτηλεόραση = αυτοδιαχείριση συν πολιτικά ελεύθερη έκφραση (έστω και μόνο στον τομέα της ενημέρωσης, οι άλλοι τομείς δεν είναι πλέον σε θέση να λειτουργήσουν) της επιτρέπει τη συνεχή διεύρυνση των ορίων μιας γλώσσας, η οποία είναι το καλύτερο δυνατό εργαλείο κατανόησης της κρίσης. Οι εργαζόμενοι και στις πιο προηγμένες δημόσιες ραδιοτηλεοράσεις του δυτικού κόσμου την ζηλεύουν γι αυτό.

Γι αυτό και ο δεύτερος «θάνατος» της, που επήλθε την Πέμπτη, 24.10.2013, με τη διακοπή του προγράμματος της από το δορυφόρο
Astra, είναι ίσως πιο επώδυνος από τον πρώτο. Η έξωση του από τις
τηλεοπτικές οθόνες πλήττει και τις νέες ποιοτικές μορφές επικοινωνίας συρρικνώνοντας παράλληλα τα όρια του δημόσιου λόγου. Από αυτό χάνουν όχι μόνο οι τηλεθεατές της ΕΡΤ στην ελληνική επαρχία, που έκαναν τη λήψη τους από το Astra, αλλά και το σύνολο του ραδιοτηλεοπτικού κόσμου – στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Η αρχή του τέλους; Ποιος ξέρει. Η ΕΡΤ αποδεικνύεται πάντως εφτάψυχη και συνεχίζει να εκπέμπει μέσω του ίντερνετ. Από την άλλη, η κυβέρνηση δείχνει διατεθειμένη να κινήσει τις επόμενες ημέρες τις εισαγγελικές διαδικασίες για την εκκένωση των κτιρίων του σταθμού από τους εργαζομένους. Αυτό, αν το κάνει, θα σήμανε τον τρίτο και τελευταίο θάνατο του σταθμού. Όχι όμως και τέλος εποχής στην ιδέα μιας πολιτικά ελεύθερης και οργανωτικά αυτοδιοικούμενης δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Και μιας νέας, διευρυμένης, γλώσσας, που έχει μπει ήδη στο λεξιλόγιο εκατοντάδων χιλιάδων τηλεθεατών.