Η φαρμακευτική περίθαλψη αποτέλεσε κατά την πρόσφατη περίοδο το «προνομιακό» πεδίο παρέμβασης της τρόικας για τη μείωση του κόστους και τη συγκράτηση της δαπάνης σύμφωνα με τους στόχους του μεσοπρόθεσμου προγράμματος.
Οπως και σε άλλα συναφή πεδία του υγειονομικού τομέα, ο χαρακτήρας των παρεμβάσεων αυτών καταδεικνύει το σοβαρό έλλειμμα «παραγωγικής» πολιτικής διαρθρωτικών αλλαγών –επιτακτικής και αναγκαίας σε έκτακτες περιοριστικές οικονομικές συνθήκες.
Υπό το πρίσμα αυτό, η πολιτική ελέγχου της φαρμακευτικής δαπάνης, αν και επέφερε μείωση της δαπάνης κατά 50% την περίοδο 2009-2012, εν τούτοις υπήρξε επί της ουσίας μια λανθασμένη πολιτική, δεδομένου ότι έχει σοβαρές παρενέργειες, όπως η αύξηση των εισαγωγών στα νοσοκομεία κατά 28%, η μεταφορά του κόστους στα νοικοκυριά (από 12,5% το 2009 στο 21,5% το 2012 και εξαιτίας της αναθεώρησης του καταλόγου συνταγογραφούμενων φαρμάκων προσεγγίζει το 27%) και η πλήρης αποτυχία διεύρυνσης του μεριδίου των γενοσήμων.
Τα φαινόμενα αυτά, σε συνδυασμό με τη δραματική μείωση των εισοδημάτων, συνδράμουν στην ανάδυση εμποδίων στην πρόσβαση ιδιαίτερα στους χρονίως πάσχοντες (38% του πληθυσμού) και στην κάθετη πτώση της συμμόρφωσης των ασθενών στις ενδεικνυόμενες θεραπευτικές αγωγές με αποτέλεσμα –πλην της οικονομικής –την πρόκληση υγειονομικής βλάβης.
Στο πλαίσιο αυτό, η φαρμακευτική συνταγογράφηση με βάση τη δραστική ουσία έχει ενδιαφέρουσες –πλην των κλινικών –πολιτικοοικονομικές διαστάσεις οι οποίες σχετίζονται με τον «παιδαγωγικό» χαρακτήρα των παρεμβάσεων της τρόικας ή/και ακόμη με την απόπειρα μεταβολής των συσχετισμών στην αγορά φαρμακευτικών προϊόντων στη χώρα.
Με την έννοια αυτή οι σχετικές παρεμβάσεις στη φαρμακευτική πολιτική και ειδικότερα αυτές οι οποίες σχετίζονται με τη συνταγογράφηση θέτουν το δίλημμα: υποχρεωτική συνταγογράφηση της δραστικής ουσίας ή αποτελεσματική φροντίδα και αποδοτική χρήση των πόρων.
Η απάντηση στο δίλημμα αυτό τεκμηριώνεται στα εμπειρικά ευρήματα σύμφωνα με τα οποία η υποχρεωτική συνταγογράφηση της δραστικής ουσίας δεν συνιστά –πλην ελαχιστότατων περιπτώσεων –τη συνήθη πρακτική στις ευρωπαϊκές χώρες, δεδομένου ότι –πλην μιας αμφιλεγόμενης δυνατότητας περιστολής της δαπάνης -ωθεί στη συνταγογράφηση πρωτοτύπων (και ακριβών) φαρμάκων, έχει επιπτώσεις, με τη μεταφορά σημαντικού οικονομικού βάρους στα νοικοκυριά, την απουσία της δυνατότητας πρόσβασης και έκφρασης των προτιμήσεων των χρηστών και τη μείωση της συμμόρφωσης των ασθενών στη θεραπευτική αγωγή.
Τα φαινόμενα αυτά πλήττουν την αποτελεσματικότητα της κλινικής πρακτικής, την ισότητα στην πρόσβαση και την αποδοτική χρήση των σπάνιων υγειονομικών πόρων.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η πολιτική αυτή χρειάζεται (μείζονες) αλλαγές.
Ο κ. Ιωάννης Κυριόπουλος είναι καθηγητής Οικονομικών Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας.



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ