Στις εβδομάδες που ακολούθησαν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα ακούσαμε και μάθαμε πολλά. Για τους ενεργούς τουλάχιστον πολίτες της χώρας, το τραγικό αυτό γεγονός δεν έπεσε σαν κεραυνός στην καλοκαιρία. Οι ενδείξεις υπήρχαν από καιρό. Ακούγαμε και βλέπαμε αλλεπάλληλα περιστατικά βίας κατά μεταναστών και όχι μόνο. Αισθανόμασταν να πυκνώνει πάνω μας η βαριά σκιά της μισαλλοδοξίας και του φόβου έκφρασης της γνώμης μας στον δημόσιο χώρο, στις αίθουσες διδασκαλίας, ακόμη και στις άτυπες κοινωνικές μας συναναστροφές. Παγώναμε με τις δηλώσεις υποστήριξης –ή έστω κυνικής ανοχής –της νεοναζιστικής ιδεολογίας και των πρακτικών της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από ανθρώπους «υπεράνω υποψίας» μέχρι πρότινος.
Ομως η δολοφονία Φύσσα είχε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που φαίνεται ότι μετάλλαξαν κατακλυσμιαία τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία βιώνει σήμερα τον νεοναζισμό. Στο πρόσωπο του Παύλου Φύσσα η ελληνική κοινωνία αναγνώρισε το δικό της παιδί, τους αγώνες και τις αγωνίες της ζωής των καθημερινών ανθρώπων που παλεύουν για την επιβίωση, παρακολουθούν ποδόσφαιρο με τους φίλους τους, τραγουδούν στις γειτονιές, υπερασπίζονται τον τόπο τους και τα σύμβολά του. Καθώς οι μαρτυρίες φίλων και οικείων πλήθαιναν και αναπαράγονταν ηλεκτρονικά, αποκτήσαμε σταδιακά μια διαφορετική θέαση της πραγματικότητας του νεοναζισμού. Μάθαμε για τον πραγματικό και συμβολικό πόλεμο που διεξάγεται στις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας με στόχο τον έλεγχο των χώρων εργασίας, τη διαφέντευση των χώρων ψυχαγωγίας και κοινωνικής συνεύρεσης, τον έλεγχο της συμπεριφοράς και των πολιτισμικών πρακτικών. Κυρίως όμως γίναμε μάρτυρες ενός γεγονότος πρωτόγνωρου για τη δεύτερη τουλάχιστον γενιά της Μεταπολίτευσης που δεν είχε ως τώρα άμεσα βιώματα της βίας του πολιτικού ολοκληρωτισμού. Τα γεγονότα της 18ης Σεπτεμβρίου 2013 ανέδειξαν με τον πιο τραγικό τρόπο ότι ο στόχος του νεοναζιστικού εθνικισμού και των πολιτικών εκφραστών του είναι ένας: η φυσική εξόντωση του σώματος που εκφράζει τη διαφωνία, η απάρνηση του δικαιώματος του άλλου στη ζωή. Δεν ήταν τυχαίο ότι λίγες ώρες μετά τη δολοφονία το πολιτικό σύνθημα που αρθρώθηκε ως μια πρώτη αντίδραση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν ένας χαρακτηριστικός στίχος τραγουδιού: «Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ!».
Με αυτή την έννοια η δολοφονία Φύσσα σηματοδοτεί μια πραγματική μετάβαση σε ένα ριζικά διαφορετικό πλαίσιο επιτέλεσης του πολιτικού.
Η μελέτη της πολιτισμικής ιστορίας των τελευταίων δύο δεκαετιών αναδεικνύει σημαντικές πτυχές της πλαισίωσης του πρόσφατου τραγικού γεγονότος. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ροής των γεγονότων που μας έφεραν στον Σεπτέμβρη του 2013 έπαιξαν διαδικασίες όπως η ανάπτυξη ακραίων μορφών εθνικισμού από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μετά, η παράλληλη έξαρση ποικίλων μορφών ρατσισμού τόσο στο επίπεδο της καθημερινής ζωής όσο και στον πολιτικό λόγο και κυρίως στις θεσμικές πρακτικές που εφαρμόστηκαν στη χώρα μας κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Και βέβαια, ο σταδιακός εκφασισμός σημαντικών τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας που υποστήριξαν εκλογικά την κομματική έκφραση του νεοναζιστικού εθνικισμού στην Ελλάδα το 2012. Ιδιαίτερα αυτή η τελευταία εξέλιξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί ανεξάρτητα από τις μεταλλάξεις του εθνικισμού και από την εμπέδωση των πολιτικών των διακρίσεων και του ρατσισμού κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες στη χώρα μας. Σημαντικά τμήματα του πληθυσμού προετοιμάστηκαν συστηματικά για την αποδοχή των ιδεολογιών της μισαλλοδοξίας και των πρακτικών παραβίασης των δικαιωμάτων των «άλλων» του έθνους στο επίπεδο της καθημερινής ζωής.
Από το 2009 και μετά, και στο πλαίσιο των ακραίων κοινωνικών συνθηκών που διαμόρφωσαν οι πολιτικές της οικονομικής κρίσης και η συνακόλουθη κατάρρευση του μεταπολιτευτικού πολιτικού equilibrium, τα στρώματα αυτά βρέθηκαν εκτεθειμένα σε συστηματικές πρακτικές εκφασισμού της επιθυμίας και των προσδοκιών τους. Το έδαφος ήταν γόνιμο για τη φυσικοποίηση της πολιτικής και ενσώματης βίας. Σχετικές μελέτες σε διεθνές επίπεδο έχουν δείξει ότι η φυσικοποίηση της βίας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες προϋποθέτει την επιλεκτική αποανθρωποποίηση τμημάτων του πληθυσμού. Η σταδιακή εμπέδωση της αρχής ότι μερίδες του πληθυσμού για λόγους κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής αναγκαιότητας μπορούν και να αποστερούνται, να απογυμνώνονται από ιδιότητες και δικαιώματα που χαρακτήρισαν ιστορικά τον πολίτη καθιστά ολοένα και μεγαλύτερα κοινωνικά στρώματα εν δυνάμει αποδέκτες μιας γενικευμένης βίας. Πρόκειται, μας προειδοποιούν οι κοινωνικοί επιστήμονες, για μια νέα μορφή διαρκούς εμπόλεμης κατάστασης που καταστρέφει τον κοινωνικό ιστό, αποσαθρώνει τη θεσμική θωράκιση των κοινωνιών αφήνοντάς τες έκθετες σε πρωτοφανείς απειλές κατά της ζωής και της ευημερίας ολοένα και μεγαλύτερων κοινωνικών στρωμάτων και ομάδων.
Η νεοναζιστική εθνικιστική ιδεολογία και οι πρακτικές της αποτελούν έναν σημαντικό μοχλό άσκησης αυτών ακριβώς των πρακτικών. Η κλιμάκωση του δημογραφικού εύρους των επιθέσεων των νεοναζιστικών «ταγμάτων εφόδου» το απέδειξε με σαφήνεια: από τους μετανάστες, στους εργαζομένους, στους δασκάλους, στους μαθητές, στα κομματικά στελέχη άλλων πολιτικών χώρων, στους δημοσιογράφους, στα μέλη του Κοινοβουλίου, στον Παύλο Φύσσα. Με αυτή την έννοια ο νεοναζισμός αποτελεί ακραίο αλλά και αναπόσπαστο τμήμα της πολεμικής επίθεσης που υφίστανται σήμερα ο κοινωνικός ιστός και οι πολιτικοί θεσμοί. Παρά τα περί του αντιθέτου πολιτικά συνθήματα, ο νεοναζιστικός εθνικισμός που εκπροσωπείται θεσμικά από το κόμμα της Χρυσής Αυγής αποτελεί παράγοντα συστημικότερο και από τις πιο ακραίες μνημονιακές πολιτικές που βιώνει η χώρα σήμερα.
Η δικαστική δίωξη των έκνομων πράξεων των εκπροσώπων του νεοναζισμού είναι βέβαια μια αυτονόητη υποχρέωση της Πολιτείας. Χωρίς όμως μια ακριβή και γενναία ιστορική πλαισίωση του φαινομένου δεν μπορεί να επιτευχθεί η πολιτική απονομιμοποίησή του. Ως προς αυτό, το περίφημο ιδεολόγημα των δύο άκρων αποτελεί μια υπεκφυγή που μπορεί να εξυπηρετεί άμεσους μικροπολιτικούς στόχους, συνιστά όμως μια επιπόλαιη παραποίηση της Ιστορίας και μοιάζει να παραγνωρίζει το αμείλικτο πολιτικό ζητούμενο της εποχής: την επανεκπαίδευση της επιθυμίας και των προσδοκιών μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας που ωθούνται σήμερα σε ραγδαία εξαθλίωση.
Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ