Σε προηγούμενο άρθρο μας στο «Βήμα της Κυριακής» (11.8.2013), συνηγορώντας υπέρ της επαναφοράς του πλατωνικού «Κρίτωνος» στο πρόγραμμα του Γυμνασίου, κάναμε υπαινιγμούς, μεταξύ άλλων, και στο δημοκρατικό ήθος του Σωκράτη –κάτι που έχει μερικές φορές τεθεί υπό αμφισβήτηση. Εδώ θα θέλαμε να συμπληρώσουμε την άποψη που εκεί διατυπώσαμε πάνω σ’ αυτό το πολυσυζητημένο θέμα. Πράγματι, ένα καίριο ερώτημα που ενίοτε ανακύπτει είναι ποια ήταν η στάση του αθηναίου φιλοσόφου απέναντι στη δημοκρατία. Μήπως ο Σωκράτης καταδικάστηκε σε θάνατο γιατί είχε καταστεί ύποπτος για αντιδημοκρατικά φρονήματα και κυρίως για αντιδημοκρατική δράση; Ποια ήταν, αλήθεια, τα απώτερα κίνητρα που οδήγησαν τους Ηλιαστές, δηλαδή τους συμπολίτες του, να του επιβάλουν την εσχάτη των ποινών; Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε δυστυχώς την αναλυτική επιχειρηματολογία των κατηγόρων· δηλαδή, ενώ η «γραφή», με άλλα λόγια, το κατηγορητήριο κατά του φιλοσόφου, ήταν για ασέβεια («γραφή ασεβείας»), στην πραγματικότητα τα ελατήρια φαίνεται ότι ήταν μάλλον ιδεολογικοπολιτικά. Τέτοια όμως κατηγορία δεν μπορούσε τότε ρητά να διατυπωθεί, γιατί σύμφωνα με το γνωστό Ψήφισμα της Λήθης του 403 π.Χ. απαγορευόταν αυστηρά να προσαχθεί κάποιος σε δίκη για πολιτικά αδικήματα –προφανώς για να αποτραπεί η αναμόχλευση των πολιτικών παθών του πρόσφατου παρελθόντος και για να εδραιωθεί κλίμα ειρήνευσης και συμφιλίωσης μεταξύ των πολιτών.
Ωστόσο εκείνο το οποίο μπορεί κάποιος να εικάσει με βεβαιότητα σε αυτή την περίπτωση είναι ότι οι κατήγοροι του Σωκράτη, αφού δεν είχαν τη δυνατότητα να προβούν σε σαφή πολιτική καταγγελία εναντίον του, προσέφυγαν στη δοκιμασμένη τότε συνταγή της ασέβειας, που όπως ξέρουμε είχε κάποια χρόνια πριν «απαλλάξει» την Αθήνα από μερικούς «ανεπιθύμητους» πνευματικούς ανθρώπους, όπως τον Αναξαγόρα, τον Πρωταγόρα, τον Διαγόρα κ.ά. Ετσι το κατηγορητήριο εναντίον του φιλοσόφου περιορίζεται αποκλειστικά στην υποτιθέμενη έλλειψη σεβασμού του προς τους επίσημους θεούς της πόλης, στη δήθεν διαφθορά των νέων εξαιτίας της διδασκαλίας του και στην εισαγωγή τάχα «καινών δαιμονίων» στην Αθήνα –ήταν δηλαδή σαφώς ηθικοθρησκευτικό· ειδικός και συγκεκριμένος λόγος για αντίθεσή του προς τους δημοκρατικούς θεσμούς της πόλης δεν εντοπίζεται πουθενά. Το χειρότερο όμως όλων ήταν ότι το κατηγορητήριο αυτό ήταν γενικό και αόριστο –και γι’ αυτό ιδιαίτερα επικίνδυνο.
Αλλά ο Σωκράτης διέκειτο πράγματι δυσμενώς προς το δημοκρατικό πολίτευμα; Η απάντηση ρητή και κατηγορηματική είναι βεβαίως όχι –για πολλούς αδιαμφισβήτητους λόγους· υπενθυμίζουμε μερικούς: Αν υποθέσουμε ότι ο φιλόσοφος αντιπαθούσε τη δημοκρατία και συμπαθούσε την ιδεολογία της φιλολακωνικής παράταξης, αναμενόμενο θα ήταν να είχε εκδηλωθεί ανοιχτά υπέρ του ολιγαρχικού πραξικοπήματος του 411 π.Χ. και ιδίως υπέρ των Τριάκοντα Τυράννων λίγα χρόνια αργότερα, και μάλιστα να είχε συμπράξει μαζί τους. Αυτός όμως ούτε για το πολίτευμα του 411 π.Χ. εκφράστηκε ποτέ ευνοϊκά και, πολύ περισσότερο, ούτε για την αιμοσταγή διακυβέρνηση των Τριάκοντα (σημειωτέον ότι μερικοί από αυτούς, όπως ο Κριτίας και άλλοι, υπήρξαν στο παρελθόν μαθητές του). Αντίθετα μάλιστα, στηλίτευε αδιαλείπτως και με δριμύτητα την εγκληματική πολιτική τους και, όπως ο ίδιος ομολογεί, θα θανατωνόταν αφεύκτως από αυτούς, αν έμεναν λίγον καιρό ακόμη στην εξουσία. Εξάλλου όλη η ζωή και η δράση του Σωκράτη, ακόμη και ο τρόπος του θανάτου του, αποπνέουν πηγαία και αταλάντευτη πίστη στη δημοκρατία και στους θεσμούς της. Η διδασκαλία του υπέρ της δικαιοσύνης και της αρετής, που αποτελούν τα βάθρα της δημοκρατίας, η εδραία προσήλωσή του στους νόμους της πατρίδας του και η άοκνη προσπάθειά του να αφυπνιστούν πνευματικά και να αναβαπτιστούν ηθικά οι συμπολίτες του αποτελούν αδιάσειστα πειστήρια των δημοκρατικών του πεποιθήσεων. Η κριτική για ορισμένα τρωτά της δημοκρατίας ήταν άλλωστε θεμιτή και μάλιστα ωφέλιμη, γιατί συνέβαλλε στην εξυγίανση και στην αναβάθμισή της.
Επειδή όμως εκείνοι που αμφισβητούν την ακλόνητη αφοσίωση του Σωκράτη προς τη δημοκρατία ως κύριο και βασικό επιχείρημά τους επικαλούνται την καταδίκη του από το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας, χρειάζεται να προσθέσουμε μερικά πράγματα ακόμη, που ενδεχομένως κάποιοι τα παραβλέπουν ή και τα υποτιμούν. Τη δίωξη και καταδίκη του φιλοσόφου πρέπει να τη δούμε μέσα στο κλίμα της απογοήτευσης από την οδυνηρή ήττα και ταπείνωση των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, καθώς επίσης και της βαθύτατης πικρίας, που το στυγνό καθεστώς των Τριάκοντα ενστάλαξε στη δημοκρατική συνείδηση του αθηναϊκού λαού. Και το κλίμα αυτό ήταν σαφώς εχθρικό προς το πνεύμα του διαφωτισμού της εποχής, φορέας του οποίου ήταν ο Σωκράτης, όπως και μερικοί άλλοι σύγχρονοί του σοφιστές. Γι’ αυτό τον αντιπαθούσαν οι συντηρητικοί που ήταν προσκολλημένοι στην παράδοση και φυσικά εχθρεύονταν καθετί νεωτερικό. Τον μισούσαν ωστόσο και πολλοί προοδευτικοί –Ηρακλείς δήθεν της δημοκρατίας –γιατί επέκρινε δημόσια τις ακρότητές τους και τις δημαγωγικές πράξεις τους, που οδηγούσαν στην κατάπτωση των πολιτικών ηθών και στην υποβάθμιση της δημόσιας ζωής. Τον απεχθάνονταν τέλος οι πολιτικοί, οι ρήτορες και οι λογοτεχνικοί κύκλοι, γιατί με τον επίπονο έλεγχο και τις εξονυχιστικές διερευνήσεις του ερχόταν να αποκαλύψει την πνευματική τους οίηση, να ξεγυμνώσει τη σπουδαιοφάνειά τους και να ξεσκεπάσει τη διανοητική τους κουφότητα.
Ο κ. Γεράσιμος Α. Μαρκαντωνάτος είναι διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας – συγγραφέας.



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ