Πριν από 90 χρόνια η Συνθήκη της Λωζάννης σφράγιζε το τραγικό, για τον Ελληνισμό, τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Και ταυτόχρονα επέβαλλε τη μετακίνηση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων εκατέρωθεν του Αιγαίου, με τη λεγόμενη «ανταλλαγή των πληθυσμών». Για την Ελλάδα σήμαινε την απαρχή μιας νέας εποχής, που επέφερε ραγδαίες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. Μια από αυτές, οπωσδήποτε εντυπωσιακή ως προς τα αποτελέσματά της, υπήρξε η δυναμική ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής και η συμμετοχή σε αυτήν του προσφυγικού στοιχείου.
Κατά κοινή αποδοχή, πλέον, τα «παιδιά της Ανταλλαγής», οι παππούδες μας που βίωσαν στο πετσί τους το δράμα του ξεριζωμού, συνέβαλαν καθοριστικά στον αστικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας του Μεσοπολέμου τόσο στους κλάδους της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας όσο και στην αξιοποίηση της αγροτικής γης. Την περίοδο αυτή διατέθηκαν 8,3 εκατομμύρια στρέμματα σε 143.591 οικογένειες προσφύγων καλλιεργητών. Το 80% από αυτά προέρχονταν από τα κτήματα των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων και Βουλγάρων και σχεδόν όλα βρίσκονταν στις «νέες χώρες» στη Βόρεια Ελλάδα. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις από 12,4 εκατομμύρια στρέμματα το 1922 αυξήθηκαν σε 27 εκατομμύρια το 1938. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο, το οποίο μας δίνει και το μέγεθος των κοινωνικών αλλαγών που συντελέστηκαν την περίοδο αυτή, είναι ότι το 1933 πάνω από το 40% των γεωργών της χώρας (πρόσφυγες και γηγενείς) θεωρούνται «νέοι ιδιοκτήτες»!
Χωρίς αμφιβολία, η διανομή κλήρου στον γεμάτο δημιουργική πνοή προσφυγικό πληθυσμό συνέβαλε τόσο στην ταχύτερη και ομαλότερη ενσωμάτωσή του στην ελληνική κοινωνία –όπου οι οικονομικές αντιξοότητες συνοδεύονταν και από προκαταλήψεις εναντίον του –όσο και στην αντιμετώπιση των συνεπειών της παγκόσμιας κρίσης που εκδηλώθηκε το 1929.
Τα παραπάνω στοιχεία τα παραθέτουμε, πέρα από λόγους Ιστορίας και απότισης τιμής προς τους παππούδες μας που στάθηκαν όρθιοι σε χρόνια δίσεκτα, διότι πιστεύουμε ότι συνιστούν παράδειγμα προς μίμηση. Χωρίς πρόθεση να εξομοιώσουμε ανόμοιες συνθήκες, δεν μπορούμε παρά να δεχθούμε ότι και σήμερα, μέσα στον ορυμαγδό της κρίσης, έχουμε ανάγκη από επιλογές που θα δίνουν λύσεις στα οικονομικά αδιέξοδα και θα ενισχύουν την κοινωνική συνοχή. Και πάλι, σημαντικό μερίδιο σε αυτή την κατεύθυνση αναλογεί στην πρωτογενή παραγωγή, στις αγροτικές καλλιέργειες και στην κτηνοτροφία.
Με άλλους όρους βεβαίως, προσαρμοσμένους τόσο στις σύγχρονες μεθόδους, που προσφέρει η τεχνολογία, όσο και στο «προφίλ» του νέου έλληνα αγρότη και κτηνοτρόφου. Αυτού με την υψηλή μόρφωση, με τη συνειδητή επιλογή ενός διαφορετικού τρόπου ζωής εγγύτερα στο φυσικό περιβάλλον, αλλά και με δημιουργική διάθεση καθόλου υποδεέστερη του πρόσφυγα καλλιεργητή της μακρινής προς εμάς πια εποχής.
Θα αντιτείνει ίσως κάποιος ότι η σύγχρονη Ελλάδα δεν διαθέτει αχανή τσιφλίκια ή ελώδεις εκτάσεις προς αποξήρανση για να αναδιανείμει, όπως έκανε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Καμία αντίρρηση! Σήμερα όμως διαθέτουμε άλλους μοχλούς ανάπτυξης της παραγωγής και κυρίως της ποιότητάς της, που είναι το ζητούμενο, σε μια σκληρά ανταγωνιστική παγκόσμια αγορά. Και θα το επαναλάβουμε ακόμη μία φορά: η ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία διαθέτουν πολύτιμα πλεονεκτήματα, εν πολλοίς ανεκμετάλλευτα ως σήμερα.
Βασικό εργαλείο προώθησης της αγροτικής παραγωγής και της απασχόλησης σε αυτήν χιλιάδων νέων αγροτών, που θα αναζωογονήσουν και την πάσχουσα από πληθυσμιακή αποψίλωση ελληνική ύπαιθρο, είναι η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική 2014-2020.
Θυμίζουμε ότι σε αυτό το διάστημα θα εισρέουν ετησίως στη χώρα 2 δισ. ευρώ ως άμεσες χρηματοδοτήσεις στους αγρότες, ενώ ένα μέρος αυτών θα κατευθύνεται στοχευμένα, με την παροχή συνδεδεμένης ενίσχυσης με την παραγωγή.
Παράλληλα, σημαντική στήριξη θα λάβουν οι νέοι αγρότες, καθώς για πρώτη φορά καθίσταται υποχρεωτική η ενίσχυσή τους, από τα κράτη-μέλη, σε ποσοστό ως 2% επί του εθνικού δημοσιονομικού φακέλου. Σύντομα θα ξεκινήσει πρόγραμμα πρώτης εγκατάστασης νέων αγροτών, ενώ συνολικά για την αγροτική ανάπτυξη, την επόμενη επταετία, έχουν διασφαλισθεί 3,9 δισ. ευρώ.
Κανείς δεν υποστηρίζει βεβαίως ότι τα πράγματα είναι εύκολα. Είμαστε ακόμη στην αρχή.
Εν τούτοις κάποια στοιχεία είναι ενθαρρυντικά. Αναφέρω για παράδειγμα ότι, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων μειώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2013, σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 2012, κατά 14,1%. Ταυτόχρονα, οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων αυξήθηκαν στο σύνολό τους κατά 3,9%. Μάλιστα, κάποιοι τομείς εμφανίζουν ιδιαίτερα αισιόδοξη δυναμική, όπως τα γαλακτοκομικά προϊόντα, οι εξαγωγές των οποίων αυξήθηκαν κατά 8,4%, τα φρούτα και τα λαχανικά (αύξηση κατά 7,8%) και το ελαιόλαδο (αύξηση κατά 159,1%!). Χωρίς αμφιβολία υπάρχουν τεράστια περιθώρια περαιτέρω αύξησης των εξαγωγικών ροών μας, και στους προαναφερόμενους αλλά και σε άλλους τομείς που παρουσίασαν κάποια υστέρηση.
Και για να επανέλθουμε στο παράδειγμα των προσφύγων, να αναφέρουμε ότι ο παράγοντας που βοήθησε αποτελεσματικά στην επιτυχή τους δραστηριότητα υπήρξε η μεταξύ τους αλληλεγγύη. Οχι τυχαία, την περίοδο αυτή το συνεταιριστικό κίνημα γνώρισε αξιόλογη άνθηση, στην οποία δέσποσε η μορφή του επίσης πρόσφυγα, από τον ρωσικό Καύκασο, Αλέξανδρου Μπαλτατζή. Για να κερδίσουμε λοιπόν και σήμερα το στοίχημα έχουμε ανάγκη από το ίδιο πνεύμα αλληλεγγύης και συνεργασίας, ώστε να μειώνεται το κόστος παραγωγής, να επιτυγχάνονται καλύτερες τιμές παραγωγού και να είναι εφικτές οι επενδύσεις στην καινοτομία.
Θα ήταν, επομένως, υπερβολή αν λέγαμε ότι τα «παιδιά της Ανταλλαγής» μάς δείχνουν τον δρόμο;
Ο κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ