Το μείγμα οικονομικής πολιτικής το οποίο από τον Μάιο του 2010 ως και σήμερα εφαρμόστηκε στην ελληνική οικονομία με αλλεπάλληλα μνημόνια πάσχει από τρία θεωρητικά λάθη τα οποία κατά καιρούς έχουν όλα αναγνωρισθεί και από τους οικονομολόγους του ΔΝΤ και από οικονομολόγους διεθνούς κύρους.

1.
Θεωρεί ότι το «συνολικό» δημοσιονομικό αποτέλεσμα διαφοράς εσόδων από δαπάνες (έλλειμμα ή πλεόνασμα) ήταν ένα και το αυτό, χωρίς να διακρίνει μεταξύ «διαρθρωτικού» ή «κυκλικά» προσαρμοσμένου ελλείμματος, το οποίο υπάρχει και σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης, λόγω π.χ. δυσανάλογα μεγάλου δημόσιου τομέα, κλειστών επαγγελμάτων, γραφειοκρατίας, διαφθοράς κ.ο.κ., και «κυκλικού», το οποίο προκαλεί η ύφεση της οικονομίας λόγω υστέρησης δημοσίων εσόδων, που οφείλεται σε μειωμένη οικονομική δραστηριότητα.
Ετσι, ενώ για την καταπολέμηση του «διαρθρωτικού» ελλείμματος χρειάζονταν μέτρα λιτότητας, για την καταπολέμηση του «κυκλικού» ελλείμματος, το οποίο είναι συνέπεια των μέτρων λιτότητας για την καταπολέμηση του διαρθρωτικού ελλείμματος, απαιτούνται μέτρα ανάκαμψης / ανάπτυξης της οικονομίας «μηδενικού» δημοσιονομικού κόστους.

2.
Οι προβλέψεις εξέλιξης των μακροοικονομικών μεγεθών, όπως διάρκεια και μέγεθος ύφεσης και ανεργίας αλλά και ταχύτητα βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας μέσω εσωτερικής υποτίμησης, έγιναν με υποτιμημένους πολλαπλασιαστές ύψους 0,48 αντί για 1,5 υποεκτιμώντας έτσι τα αποτελέσματα των μέτρων λιτότητας στην ύφεση και αναβάλλοντας διαρκώς την έξοδο της χώρας.

3.
Η δημοσιονομική προσαρμογή που επιχειρήθηκε αρχικά ήταν εμπροσθοβαρής με στόχευση την αύξηση των εισπρακτικών μέτρων μέσω φορολογικής επιδρομής και όχι τη μείωση της δημόσιας δαπάνης και σπατάλης οδηγώντας κατά τρόπο κοινωνικά απαράδεκτο μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, στην εξαθλίωση. Ηδη αυτή η πολιτική διορθώθηκε μερικά από τον Ιούλιο του 2012 μεταθέτοντας το βάρος προσαρμογής από τα εισπρακτικά στα μέτρα μείωσης των δημόσιων δαπανών.
Αν λοιπόν το ΑΕΠ επανέλθει στα επίπεδα του 2007 μέσω μέτρων ανάκαμψης / ανάπτυξης τα οποία θα στοχεύουν στη μείωση του κυκλικού ελλείμματος, τότε προβλέπεται ότι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα εμφανιστεί ως μεγάλη θετική διαφορά εσόδων – δαπανών, εξαιρουμένων δηλαδή των τοκοχρεολυσίων, ή άλλως ως πρωτογενές πλεόνασμα.
Το ύψος του, σύμφωνα με την παραδοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Com. 285/7.5.2013, σελ. 2), θα ανέρχεται στο 6,2% του ΑΕΠ, ενώ, σύμφωνα με υπολογισμούς του ΟΟΣΑ, είναι μεγαλύτερο. Με υπολογισμούς βάσει διεθνώς παραδεκτών προτύπων υπολογίζεται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα μπορούσε να ανέλθει στο 8,5% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς αυτούς, από τη σωρευτική μείωση του ΑΕΠ 2008-2013 ύψους 25% χάνεται κατά τη διαδικασία ανάκαμψης της οικονομίας, λόγω υστέρησης και απαξίωσης του παραγωγικού δυναμικού, περίπου το 28%. Μπορούμε κατά συνέπεια να ανακτήσουμε μόνο το 72% του χαμένου ΑΕΠ της εξαετίας 2008-2013. Η κατά 25% μείωση του ΑΕΠ 2008-2013 επί 72% ανάκτηση λόγω ανάκαμψης θα ισούται με τελική αύξηση ΑΕΠ 18% αντί 25%.
Με ελαστικότητα δημιουργίας πρωτογενούς πλεονάσματος / αύξηση ΑΕΠ υπολογιζόμενης σε 0,48 η δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος υπολογίζεται σε 8,5% επί του ΑΕΠ, μέγεθος το οποίο καλύπτει επαρκώς δημόσιες δαπάνες και τοκοχρεολύσια.
Σύμφωνα λοιπόν με τους παραπάνω υπολογισμούς, η δημοσιονομική προσαρμογή μπορεί να επιτευχθεί 100% και μάλιστα με πρωτογενές πλεόνασμα υπεραρκετό για την εξυπηρέτηση και του δημόσιου χρέους μόνο με μέτρα ανάκαμψης / ανάπτυξης και καθόλου νέα μέτρα λιτότητας. Θα αρκούσε, δηλαδή, μόνο με μέτρα ανάκαμψης / ανάπτυξης της οικονομίας να επιτευχθεί η επιστροφή του ΑΕΠ στα επίπεδα του 2007 έτσι ώστε τα νέα δημόσια έσοδα τα οποία θα δημιουργηθούν από την αύξηση του ΑΕΠ να υπερκαλύψουν τις δημόσιες δαπάνες με συνέπεια τη δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος άνω του 6% και ενδεχομένως και του 8%, τα οποία είναι γενικώς παραδεκτό ότι εξυπηρετούν και καθιστούν το δημόσιο χρέος βιώσιμο μακροπρόθεσμα!
Ο κ. Θ. Κ. Βάρδας είναι οικονομολόγος.



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ