ΤΟ ΒΗΜΑ –THE NEW YORK TIMES

Για πέντε χρόνια, ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα αντιμετώπιζε δημοσίως ένα ερώτημα: πότε επιτέλους οι ΗΠΑ θα δείξουν διατεθειμένες να ενεργήσουν σαν παγκόσμιος χωροφύλακας και πότε θα αναγκάσουν άλλες κυβερνήσεις να βγουν μπροστά και να ηγηθούν αυτής της επιχείρησης ή, έστω, να μοιραστούν μαζί του τα όποια ρίσκα ενέχει ένα τέτοιο εγχείρημα;
Πρώτα έστειλε στρατό στο Αφγανιστάν, αλλά μετά υπαναχώρησε, αποσύροντας τις δυνάμεις αυτές με τη δικαιολογία πως «ήρθε ο καιρός να ρίξουμε το βάρος μας στο χτίσιμο της χώρας μας στο εσωτερικό των ΗΠΑ».
Για λίγο συμμετείχε στην στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη, αλλά αποχώρησε άρον άρον και αρνήθηκε να συμμετέχει σε ένα πιθανό στρατιωτικό χτύπημα στη Συρία, θεωρώντας τον ως έναν περίπλοκο εμφύλιο πόλεμο που θα μπορούσε να αποτελέσει φιάσκο.
Η πρόσφατη ομιλία του, όμως, στα Ηνωμένα Έθνη, σήμανε μια νέα φάση εξέλιξης του Δόγματος Ομπάμα. Όπως τόνισε, το μεγαλύτερο ρίσκο για την υφήλιο μέσα στα επόμενα χρόνια δεν θα είναι μια πιθανή απόπειρα των ΗΠΑ να χτίσουν τις αυτοκρατορίες τους στο εξωτερικό, αλλά το τίμημα που θα πληρώσει ο κόσμος σε χάος αν οι ΗΠΑ επιλέξουν να κάτσουν σπίτι τους και να μην επέμβουν.
Η εικόνα του Ομπάμα στην υπόλοιπη υφήλιο έχει αλλάξει ριζικά από τότε που πρωτοανέλαβε τις τύχες της Αμερικής το 2008. Από την Νότια Ασία μέχρι τη Μέση Ανατολή, η θητεία του έχει γίνει γνωστή περισσότερο για τις 400 επιθέσεις με μη-επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) εναντίον συνεργατών της Αλ Κάιντα καθώς και τις σκληρές κυβερνο-επιθέσεις εναντίον του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Και παρά τις αρχικές του διακηρύξεις, η διπλωματία στην ευρύτερη περιοχή βούλιαξε σε τέλμα.
Σήμερα, μετά από ένα μήνα προγραμματισμού και κατόπιν ακύρωσης των αρχικών σχεδίων για μια πυραυλική επίθεση στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Ασαντ, ο Ομπάμα, όπως ειπε ο ίδιος, δεσμεύεται ξανά μέχρι τη λήξη της προεδρίας του να φέρει εις πέρας δυο διπλωματικές πρωτοβουλίες υψηλού ρίσκου.
Πρώτον, να θέσει ένα τέλος στην κόντρα των ΗΠΑ με το Ιράν. Και, δεύτερον, να δημιουργήσει τις συνθήκες για ένα ξεχωριστό παλαιστινιακό κράτος με το οποίο οι Ισραηλινοί θα συμβιώνουν χωρίς φόβο.
Ωστόσο, από τις δυο αυτές πρωτοβουλίες, έλειπε μια στρατηγική για μια επίλυση του ζητήματος στη Συρία και μια πραγματική διαβεβαίωση πως ο Ασαντ δεν θα εξαπολύσει ξανά το χημικό του οπλοστάσιο σε πολίτες ούτε η Συρία δεν θα γίνει ξανά το απάγκιο τρομοκρατικών ομάδων.
Αυτό που κάνει το έργο του Ομπάμα ακόμη πιο δύσκολο είναι η αίσθηση πως η αμερικανική επιρροή στη Μέση Ανατολή φαίνεται να έχει μειωθεί –εν μέρει επειδή οι δυνάμεις των ΗΠΑ αποχώρησαν από το Ιράκ, εν μέρει επειδή οι απόψεις εντός του επιτελείου του προέδρου ήταν διχασμένες σχετικά με το πότε θα έπρεπε να επέμβουν κι εν μέρει επειδή η θρυλούμενη «στροφή» της αμερικανικής διπλωματίας προς την Ασία εκλήφθηκε ως απόδειξη πως οι ΗΠΑ παραιτούνται από τη Μέση Ανατολή.
Ενα ερώτημα τίθεται πλέον: κατά πόσον ο Ομπάμα είναι διατεθειμένος να κάνει χρήση στρατιωτικής ισχύος μετά από πέντε χρόνια μεσοβέζικης πρακτικής. Το μήνυμα του ήταν πως η αποτυχία των συμμαχικών προς τις ΗΠΑ δυνάμεων να επέμβουν μαζί τους ειχε μια σταθερά διαβρωτική επίδραση στην επιθυμία της αμερικανικής κοινής γνώμης για στρατιωτική επέμβαση. Οπότε πλέον, μετά την «ανταρσία» του Κογκρέσου στο σχέδιο του περί επεμβασης στη Συρία, είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς είναι δυνατόν ο Ομπάμα να απειλήσει τον Ασαντ με μια στρατιωτική επέμβαση αν ο τελευταίος δεν τηρήσει την υπόσχεση του για αφοπλισμό του χημικού του οπλοστασίου.
Το Ιράν αποτελεί μια διαφορετική περίπτωση, όπου το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο τόσο για τον Ομπάμα, όσο και για τον σύμμαχο του στη περιοχή, το Ισραήλ. Ο αμερικανός πρόεδρος ξεκαθάρισε πως, οσο αυτός είναι επικεφαλής, το Ιράν δεν θα αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Αραγε, μετά από πέντε χρόνια μετεξελίξεων στο «Δόγμα Ομπάμα», πόσο τον πιστεύουν οι Ιρανοί ;