Σήμερα οι γερμανοί πολίτες εκλέγουν την κυβέρνησή τους. Εκλέγουν όμως και τον άτυπο ηγέτη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Το βάρος της Γερμανίας αποδείχτηκε τόσο μεγάλο στη διάρκεια της κρίσης ώστε να αξίζει να κρατήσουμε στη μνήμη μας την ημερομηνία της 22ας Σεπτεμβρίου. Σήμερα διεξάγονται οι πρώτες πραγματικές ευρωπαϊκές εκλογές στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οξύμωρο; Μόνον εν μέρει. Τα πάντα στις Βρυξέλλες έχουν σταματήσει, περιμένοντας την ψήφο των Γερμανών.
Είναι βέβαιο ότι πολλές κυβερνήσεις στην Ευρώπη επιθυμούν τη διαμόρφωση του «Μεγάλου Συνασπισμού». Περιμένοντας λοιπόν τους Σοσιαλδημοκράτες; Ναι, μόνον που οι γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες δεν τα πάνε καθόλου καλά. Απέναντι στην εκλογική στρατηγική της «οικονομικής ανωτερότητας» της Γερμανίας που υιοθέτησε η απερχόμενη καγκελάριος, ο Πέερ Στάιμπρουκ, υποψήφιος του SPD, χάθηκε στον τακτικισμό, στα ιμπρεσιονιστικά κλισέ και στις μικρές γκάφες. Δεν είχε το ηγετικό μέγεθος, το όραμα και το πολιτικό feeling που θα του επέτρεπαν να προβάλει μιαν άλλη –μια «σοσιαλδημοκρατική» –εικόνα του παρόντος και του μέλλοντος της Γερμανίας και της Ευρώπης.
Βέβαια, σε όλη τη διάρκεια της κρίσης χρέους η στάση του SPD υπήρξε αδαμάντινα ευρωπαϊκή. Σε αντίθεση με τους Φιλελεύθερους, που χάιδεψαν ό,τι πιο επαρχιώτικο, γερμανοκεντρικό και οικονομικά ανορθολογικό έχει βγάλει αυτή η χώρα, οι Σοσιαλδημοκράτες, στα ευρωπαϊκά θέματα, υιοθέτησαν υπεύθυνη στάση και, στην ουσία, «συγκυβέρνησαν» από την αντιπολίτευση. Ομως δύο βαριές τάσεις υπονόμευσαν τη φερεγγυότητα του μηνύματός τους. Οι τάσεις αυτές, με δεδομένες τις προσωπικές αδυναμίες του υποψηφίου τους αλλά και την κυριαρχία της προσωπικότητας της Μέρκελ, δεν ήταν εύκολο να αντιστραφούν.
Η πρώτη αφορά τις απόψεις της γερμανικής κοινής γνώμης για την κρίση χρέους και, ειδικότερα, για την Ελλάδα. Η Ελλάδα, η μόνη χώρα που κατέρρευσε όχι διότι το κράτος διέσωσε τον ιδιωτικό τομέα αλλά διότι έσκασε έσωθεν το έκτρωμα της δημοσιονομικής διαχείρισης, προσέφερε το τέλειο επιχείρημα –και το τέλειο ηθικό άλλοθι –στον γερμανικό δημοσιονομικό συντηρητισμό. Παλαιά βαθιά ριζωμένα στερεότυπα (ήδη, από το 1912, τα σχέδια μιας αυτοκρατορικής Γερμανίας είχαν ως αφετηρία το «να διδάξουμε τους αφρικανούς νέγρους τις αρετές της σκληρής εργασίας και της βιομηχανίας») βγήκαν με εκρηκτική ορμή στην επιφάνεια. Τον Νοέμβριο του 2012, σε ακαδημαϊκή συνάντηση στο Βερολίνο, υψηλόβαθμο στέλεχος του SPD περιέγραφε ως εξής το πρόβλημα: «Τη μάχη της κοινής γνώμης στο θέμα της Ελλάδας την έχουμε χάσει. Ο,τι και αν κάνουμε, ό,τι και αν πούμε σε αυτό το ζήτημα, τα μέσα ενημέρωσης είναι εναντίον μας. Αυτό είναι άδικο για την πολιτική μας, είναι άδικο και για την Ελλάδα. Ομως, το πλεονέκτημα της Μέρκελ στον τομέα αυτόν δεν πρόκειται να ανατραπεί». Πράγματι, αυτό το πλεονέκτημα δεν ανατράπηκε. Οι σημερινές εκλογές προφανώς θα το επιβεβαιώσουν.
Η δεύτερη τάση αφορά την ίδια την εικόνα του SPD. Η Agenda 2010 του Σρέντερ και η συμμετοχή του κόμματος στον Μεγάλο Συνασπισμό (2005-09) δημιούργησαν ένα τεράστιο κενό «αριστερής» ταυτότητας. Μετά τον Σρέντερ, οι Σοσιαλδημοκράτες πραγματοποίησαν μια σημαντική αριστερή προγραμματική στροφή. Η στροφή δεν εμπόδισε, εν τούτοις, το SPD να χάσει τις εκλογές του 2009 και, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα το εμποδίσει να χάσει και τις σημερινές εκλογές. Η εξήγηση γι’ αυτό είναι σύνθετη. Η ατζέντα 2010 δεν δημιούργησε μόνον έλλειμμα ισχυρής και διακριτής ταυτότητας. Επέφερε κάτι βαθύτερο: τροποποίησε με διαρκή τρόπο τα δεδομένα στο αριστερό τμήμα της πολιτικής σκακιέρας, διευκολύνοντας την εκλογική άνοδο του Αριστερού Κόμματος (Die Linke). Εκτοτε, το SPD απώλεσε πλήρως την ανταγωνιστική ασφάλεια της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, καθώς επανήλθε στο προσκήνιο η παλαιά μεσοπολεμική διαίρεση σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών. Ετσι, σήμερα, η ικανότητα του κόμματος να εισδύσει στο προοδευτικό τμήμα των μεσαίων τάξεων περιορίζεται από την ισχύ των Πράσινων ενώ η ικανότητά του να διατηρήσει την επιρροή του στις λαϊκές τάξεις περιορίζεται από την ισχύ του Die Linke.
Σε μια συνέντευξή του στους «Financial Times» (Απρίλιος 2013), ο Μάρτιν Σουλτζ, γερμανός, Σοσιαλδημοκράτης και πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έλεγε, αναφερόμενος στους πολιτικούς, ότι «ο κόσμος πρέπει να σε κοιτάει στα μάτια και να βλέπει ότι είσαι ένας αποφασισμένος μαχητής του δρόμου» («bloody street fighter»). Οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες ηγέτες δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Ούτε το κόμμα τους. Παρ’ ότι η πολιτική τους, και η εθνική και η ευρωπαϊκή, διαφέρει από αυτήν της Μέρκελ, φοβήθηκαν τη γερμανική κοινή γνώμη αλλά και τις δικές τους αδυναμίες. Φοβήθηκαν, επίσης, να προετοιμάσουν μια ευρύτερη προοδευτική συμμαχία (SPD, Πράσινοι, Αριστερά), τη στιγμή που η μετατροπή του κομματικού συστήματος από σύστημα «δυόμισι κομμάτων» σε πεντακομματικό (με την προσθήκη των Πράσινων και της Αριστεράς) ήταν φανερό ότι τους ωθούσε σε –σχεδόν –μόνιμο μειοψηφικό status.
Oι ανισορροπίες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος είναι τόσο ισχυρές που αργά ή γρήγορα θα χρειαστούν κινήσεις μεγάλου πολιτικού βεληνεκούς. Ισως, τότε, αν σήμερα προκύψει κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, το SPD να αναγκαστεί να «τολμήσει». Η αγαπημένη στη Μέρκελ στρατηγική των μικρών βημάτων δεν μπορεί να οδηγήσει μακριά μια σοσιαλδημοκρατία σε κρίση ρόλου και ταυτότητας.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ