Η χώρα έχει ανάγκη ένα νέο αφήγημα, δηλώνουν οι πολιτικοί και το επαναλαμβάνουν και οι δημοσιογράφοι. Τι εννοούν όμως με νέο αφήγημα; Κάποιο νέο όραμα, μακρόπνοο σχέδιο, μια καινούργια μεγάλη ιδέα, έναν κινητήριο μύθο; Αυτά συνήθως δίνουν έμφαση σε έναν απώτερο στόχο ενώ το αφήγημα συνιστά εξελικτική διαδικασία και δεν περιορίζεται σε μονολεκτικά συνθήματα ή σλόγκαν. Το αφήγημα δεν είναι παραμύθι και παραβολή ούτε «τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται», όπως έγραφε ο Σεφέρης, αλλά κυρίως επιλογή, σύνθεση και κατασκευή. Προϋποθέτει μια άλλη μορφή επικοινωνίας με το κοινό και άλλη μέθοδο ιστορικής εξήγησης.
Χρειάζεται η Ελλάδα μια μεγάλη αφήγηση ή μια σειρά καθημερινές μικροαφηγήσεις; Σε μια χώρα όπου η δυσπιστία προς θεσμούς και ηγετικά πρόσωπα είναι διάχυτη, οι μεγαλόπνοες αφηγήσεις, όπως και τα μεγάλα λόγια, δεν έχουν μέλλον. Τα μεγάλα ελληνικά αφηγήματα (Μεγάλη Ιδέα, εκσυγχρονισμός) ως μείζονες μεταφορές είτε οδήγησαν σε καταστροφές είτε δεν τελεσφόρησαν. Μήπως καλύτερα το ξεκίνημα πρέπει να είναι μετωνυμικό και όχι μεταφορικό, δηλαδή από τα μικρά και τα καθημερινά και όχι τα μεγάλα; Ως γνωστόν, η μεταμοντέρνα συνθήκη ορίζεται από τον Λιοτάρ ως δυσπιστία προς τις μείζονες αφηγήσεις, οι οποίες μπορεί να συνιστούν υπεκφυγές, ουτοπικές προβολές ή βολικές μεταθέσεις στο μέλλον. Αλλωστε, η επιτυχία ενός αφηγήματος κρίνεται από τον τρόπο που συντονίζονται τα συστατικά του μέρη και όχι μόνο από την κορύφωσή του.
Το αφήγημα επίσης δεν κινείται μόνο γραμμικά αλλά και αναδρομικά. Ανάλογα και κάθε πολιτικό αφήγημα πρέπει να περιλαμβάνει και την επανεξέταση ή την αναθεώρησή του. Προϋποθέτει εξάλλου και τους δέκτες του και οι αναγνώστες-πολίτες δεν ικανοποιούνται πια από μαξιμαλιστικά οράματα ούτε περιμένουν τις αποκαλυπτικές λύσεις της πλοκής στο μέλλον. Για αυτούς μετράει περισσότερο η τέχνη της σύνθεσης και η δύσκολη διαδικασία της ανάγνωσης, δηλαδή το πώς βιώνουν το παρόν.
Το αίτημα για νέο αφήγημα πιθανώς να αποτελεί μοδάτη ανανέωση ορολογίας, θέτει όμως και το καίριο ζήτημα της πειστικότητας. Δεν μπορεί απλώς να δηλώνει ή να υπόσχεται αλλά να πείθει. Ποιος όμως εν τέλει νοηματοδοτεί το αφήγημα; Ο πολιτικός ή ο πολίτης; Σε ένα πολιτικό ή εθνικό αφήγημα έχουν θέση η απόλαυση της ανάγνωσης, η γοητεία της πλαστής ιστορίας και η χειραγώγηση ή η αντίσταση του αναγνώστη-πολίτη; Είναι το αφήγημα λάμπα που φωτίζει τον δρόμο μας ή καθρέφτης του εαυτού μας;
Το νέο αφήγημα της χώρας δεν μπορεί να προκύψει προκαταβολικά ως ιδεατό πρόταγμα, γιατί τότε δεν θα διαφέρει από τα παλιά και απατηλά οράματα. Ο κόσμος έχει χορτάσει τα αόριστα και ανέφικτα και στρέφει την προσοχή του στα μικρά και συγκεκριμένα. Ετσι θα περάσουμε από την ποίηση των οραμάτων στη ρεαλιστική ή μεταμοντέρνα πρόζα της καθημερινότητας.
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ