Η πρόσφατη εμπειρία στην ΕΕ, στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και στις ΗΠΑ δείχνει ότι, παρά τη συνεχή αύξηση της νομισματικής βάσης (ΝΒ) από τις κεντρικές τράπεζες (ΚΤ), οι τραπεζικές χορηγήσεις έχουν καθηλωθεί ή και μειωθεί. Ταυτόχρονα, αν και τα επίσημα επιτόκια χωρίς τον πιστωτικό κίνδυνο μειώνονται δραστικά και παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, η πτώση στο κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών δεν είναι ισοδύναμη. Αποτυγχάνει, δηλαδή, ένα βασικό κανάλι λειτουργίας αυτής της μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής.
Και τούτο διότι σε μη κανονικές συνθήκες όπως είναι οι σημερινές οι τράπεζες αυξάνουν τα spreads και συγχρόνως εφαρμόζουν και άλλους τρόπους αύξησης της προσαρμοσμένης για τον κίνδυνο απόδοσης των δανείων τους, όπως σκληραίνουν τις εγγυήσεις που απαιτούν και αυξάνουν την αρχική κατάθεση σε ένα στεγαστικό δάνειο ή την ποινή αθέτησης σε ένα δάνειο.
Τρεις παράγοντες


Ετσι, πέραν των επίσημων επιτοκίων, οι τρεις παράγοντες που επηρεάζουν την προσφορά τραπεζικών δανείων στον ιδιωτικό τομέα είναι ο στόχος της απόδοσης των ιδίων κεφαλαίων, η αύξηση του κόστους τραπεζικής χρηματοδότησης πάνω από τα επίσημα επιτόκια και η εκτιμώμενη πιθανότητα αθέτησης. Οσο υψηλότεροι είναι αυτοί οι τρεις παράγοντες τόσο χαμηλότερη καθίσταται η επιθυμία των τραπεζών να παρέχουν πιστώσεις προς τον ιδιωτικό τομέα.
Για να ξεπεραστεί το εμπόδιο αυτό οι Αρχές θα μπορούσαν να παρέμβουν για να μειώσουν τις ανησυχίες των τραπεζών για την πιθανότητα αθέτησης εκ μέρους των δανειζομένων μεταφέροντας στον δημόσιο τομέα στοιχεία του ενεργητικού που επιλέγουν οι τράπεζες ότι έχουν πιθανότητα αθέτησης. Αυτό όμως θα οδηγούσε τις Αρχές σε μαζική συσσώρευση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αν και για συγκεκριμένα έργα κάποιες μορφές επιμερισμού του κινδύνου δεν θα αποκλείονταν γενικά, αυτό δεν αποτελεί μια καλή ιδέα.
Για αυτό το μεγαλύτερο μέρος της προσπάθειας επικεντρώνεται στον δεύτερο λόγο περιορισμού των τραπεζικών χορηγήσεων, στο σημαντικό spread, στο οριακό κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών πάνω από τα επίσημα επιτόκια. Επιδίωξη είναι να μειωθεί αυτό το κόστος τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, όπως μέσω μείωσης των αποδόσεων των κρατικών τίτλων σε περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης, μέσω άμεσων νομισματικών συναλλαγών, μέσω των μακροπρόθεσμων λειτουργιών αναχρηματοδότησης (LTROs) της ΕΚΤ που επέδρασαν στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών.
Βρετανικό παράδειγμα


Ωστόσο ένα εφευρετικό παράδειγμα επίτευξης της μείωσης αυτού του κόστους αποτελεί το τρέχον σχήμα FLS (Funding for Lending Scheme) στη Μεγάλη Βρετανία, όπου οι επιπρόσθετες τραπεζικές χορηγήσεις στον ιδιωτικό τομέα μπορούν να αναχρηματοδοτούνται φθηνά από τον δημόσιο τομέα για περίοδο ως τρία έτη. Επιπλέον, αν οι Αρχές θεωρούν ότι οι αγορές υπερβάλλουν σε ό,τι αφορά τους τραπεζικούς κινδύνους αθέτησης, θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τις ΚΤ να αγοράσουν τραπεζικά ομόλογα άμεσα, κάτι που θα τους έδινε συμμετοχή και σε ανοδικές φάσεις. Επίσης, η αγορά τραπεζικών ομολόγων θα ήταν ωφελιμότερη αντί της αγοράς ομολόγων του ιδιωτικού τομέα γενικώς διότι, ενώ θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα στη ΝΒ, ταυτόχρονα θα μείωνε το κόστος τραπεζικής χρηματοδότησης.
Ας σημειωθεί ότι σε περιόδους όπως η σημερινή, όπου η τραπεζική μόχλευση μειώνεται, κυκλικοί και κανονιστικοί παράγοντες επαυξάνουν τους εκτιμώμενους κινδύνους και έτσι οι τράπεζες συνεχίζουν να επιδιώκουν αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων σε τέτοιο ύψος που καθιστά μη ελκυστικό τον τραπεζικό δανεισμό προς τον ιδιωτικό τομέα.
Αλλαγή πλαισίου


Μια αντίδραση σε αυτό θα ήταν να αναδιαταχθεί το κανονιστικό πλαίσιο μειώνοντας τις σταθμίσεις κινδύνου για τις τραπεζικές χορηγήσεις προς τον ιδιωτικό τομέα και ιδιαίτερα προς τις ΜΜΕ. Η στάθμιση του κινδύνου θα μπορούσε να στηριχθεί σε μια αντικειμενική εκτίμηση του (συστημικού) κινδύνου, αυστηρώς ανεξάρτητη από βραχυπρόθεσμους συγκυριακούς και μακροπρόθεσμους στόχους. Ενώ μια τέτοια αναδιάταξη ίσως δεν προχωρήσει εύκολα ως μέσο ενθάρρυνσης των τραπεζικών χορηγήσεων, εν τούτοις η βρετανική εποπτεύουσα αρχή FSΑ αποφάσισε την παραίτηση του δικαιώματος των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις τραπεζικές χορηγήσεις που υλοποιούνται υπό από το FLS.
Τέλος, αντλώντας και από την αμερικανική πρακτική (TARP), οι Αρχές θα μπορούσαν να απαιτήσουν από μια τράπεζα της οποίας οι χορηγήσεις στον ιδιωτικό τομέα αυξάνονται ετησίως με λιγότερο από ένα συγκεκριμένο ποσοστό να προβεί σε έκδοση νέου μετοχικού κεφαλαίου με βάση τις αγοραίες συνθήκες, σε ένα ποσό που επαρκεί για να καλύψει τις επιπρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις με βάση τη διαφορά μεταξύ της επιδιωκόμενης και της πραγματικής αύξησης των χορηγήσεων.
Η αποφυγή της μείωσης του ελέγχου από την πλευρά των μετόχων της τράπεζας θα μπορούσε να ενθαρρύνει τις τράπεζες να επεκτείνουν την παροχή τραπεζικού δανεισμού στον ιδιωτικό τομέα. Παρά τα ποικίλα ερωτήματα που γεννώνται από την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου, θα αποδεικνυόταν αποτελεσματικό αν γινόταν αποδεκτή η αδήριτη ανάγκη να δανείσουν οι τράπεζες τον ιδιωτικό τομέα.
Για την ώρα θα άξιζε να διερευνηθεί πώς σχήματα όπως το FLS ίσως σε μια πιο διευρυμένη μορφή θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο ζητούμενο αποτέλεσμα.
Ο κ. Παναγιώτης Αλεξάκης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.


paleks@econ.uoa.gr

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ