Σε άρθρο του στο Βήμα της 8.9.2013, σ. Α23, με τίτλο «Η ‘κόκκινη γραμμή’ της νεωτερικότητας, ο καθηγητής κοινωνιολογίας της LSE κ. Νίκος Μουζέλης με περισσή ευκολία δέχεται τουλάχιστον περίεργα πράγματα.

(α) Ανάγει κάτι που ονομάζει «νεωτερικότητα» σε κριτή πολιτικών πρακτικών και δογμάτων, που λαμβάνουν χώρα στο σήμερα – αν αυτό δεν είναι κυκλικός λογισμός, τότε τι είναι; Εξ άλλου, είναι η «νεωτερικότης» κάποια θεά, που ορίζει πράγματα και καταστάσεις κατά το δοκούν και στην οποία πρέπει να υποκύπτουμε; Όχι, η «νεωτερικότης» δεν είναι ενσυνείδητο υποκείμενο της ιστορίας – οι άνθρωποι είναι. Ακόμη, η όλη χρήση της εννοίας «νεωτερικότης» (modernism ή post-modernism) σε ρεύμα της σύγχρονης κοινωνιολογίας είναι προβληματική καθώς ουδέν λέγει, ορίζει ή διασαφηνίζει – ανά πάσα χρονική στιγμή, απ’ την εποχή των σπηλαίων ως σήμερα, το «νεωτερικό» είναι το τρεχόντως ισχύον εν σχέσει προς τι παλαιότερο – και μόνον αυτό. Κατ’ αντιδιαστολή, η μαρξιστική ανάλυση, που χρησιμοποιεί τον όρο «ιμπεριαλιστική φάση του καπιταλισμού» ή τον όρο «κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός» για να περιγράψει το σήμερα είναι, από την άποψι (sic) αυτή, πολύ πιο στερεά (robust) απ’ τον άνευ αυτονόμου περιεχομένου όρο «νεωτερικότης».

(β) Θα έπρεπε ένας πανεπιστημιακός του κύρους του κ. Μουζέλη να γνωρίζει πως η επίκληση μιάς θολής, πλην προσωποποιουμένης, «θεότητος» ως η «νεωτερικότης» για να αποδομήσει την έννοια της εθνικής κυριαρχίας και, κατ’ επέκτασιν, να δικαιολογήσει επεμβάσεις μιάς χώρας σε άλλην ανοίγει ασκούς του Αιόλου. Σε άλλες εποχές εχρησιμοποιείτο η δικαιολογία, από πολλές απόψεις πιο στερεά και κατανοητή απ’ την «νεωτερικότητα», της θρησκείας για να καλύψει ακριβώς παρόμοιες επεμβάσεις. Θα ήταν ίσως έγκυρη η θέση του κ. Μουζέλη αν τέτοιες επεμβάσεις γίνονταν από χώρες, που έχουν περάσει σε ανώτερο ηθικό στάδιο, έχουν κατακτήσει κάποια «αγιότητα» και συνεπώς δεν έχουν ή κρύβουν (προς Θεού, είναι δυνατόν;) υλικά συμφέροντα οπίσω από την ρητορική περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παραβιάσεων της α ή β «διεθνούς» νομοθεσίας από την χώρα-αντικείμενο της επιθέσεως ή εισβολής. Δυστυχώς σε τέτοιο στάδιο δεν έχουν περάσει ούτε άτομα ούτε χώρες, άρα τέτοιες ρητορείες θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίζωνται τουλάχιστον με καχυποψία, ειδικά από ανθρώπους του πνεύματος. Αλλωστε ποιος κρίνει το αν η Χ χώρα έχει ή όχι περάσει σε τέτοιο ανώτερο στάδιο; Η ιδία;

(γ) Δεν ξέρω αν ο Assad έκανε ή δεν έκανε χρήσι χημικών – το ευρίσκω κατ’ αρχήν απίθανο εφ’ όσον δεν τον συνέφερε. Γενικώτερα, είναι πολλά τα καθεστώτα, που ευχαρίστως θα έβλεπα ν’ ανατρέπωνται – π.χ., το καθεστώς του Πολ Ποτ στην Καμπότζη, παλαιότερα, ή της Β.Κορέας σήμερα, ή του Pinochet στην Χιλή, ή ακραία ισλαμικά καθεστώτα λόγω του τρόπου, με τον οποίον μεταχειρίζονται τις γυναίκες. Αλλ’ εκτός του ότι η διάδοχος κατάσταση πρέπει εγγυημένα να είναι καλυτέρα της υπαρχούσης (πράγμα διόλου εξησφαλισμένο, ιδίως στην περίπτωσι της Συρίας – και δεν είναι η μόνη), αι ανατροπές αυτές δεν πρέπει να γίνωνται με εισβολή ξένων δυνάμεων (εκτός, ίσως, αν υπάρχει καθολική συμφωνία της διεθνούς κοινότητος σε κάτι τέτοιο), καθώς η αρχή της εθνικής κυριαρχίας μετατρέπεται έτσι, συν τω χρόνω, σε κουρελόπανο, όπου ισχύει το δίκαιο του ισχυροτέρου (πάντα με το κατάλληλο ηθικοπλαστικό περιτύλιγμα). Είναι προτιμώτερο να ενισχύωνται οι αντικαθεστωτικοί σε τέτοιες περιπτώσεις διά της παροχής όπλων και εφοδίων, αλλά και διπλωματικά, ώστε, αν μη τι άλλο, στην καλυτέρα περίπτωσι αμφότεροι οι αντιμαχόμενοι να εξαναγκάζωνται σε συμβιβασμό, σε πολιτική λύσι και, ελπίζει κανείς, σε αποδοχή της δημοκρατίας ως μονίμου τρόπου διευθετήσεως των διαφορών και αντιγνωμιών. (Εννοείται πως η επίθεση από κράτος Χ σε άλλο, ακόμη και η προληπτική, είναι ενδεχομένως θεμιτή αν το κράτος Χ θεωρεί ότι απρόκλητα κινδυνεύει το ίδιο από ενέργειες ή ετοιμασίες του άλλου κράτους – αλλά στην σημερινή εποχή ακόμη και αυτές αι επιθέσεις πρέπει να τυγχάνουν τεκμηριώσεως ικανής να πείθει την διεθνή κοινότητα.)

(δ) Τέλος, θα έπρεπε να ξέρει ο κ. Μουζέλης πως τα περιλάλητα ανθρώπινα δικαιώματα, όσο ελκυστικά και αν ακούωνται, δεν αντέχουν στην βάσανο της λογικής εξετάσεως, καθώς ορίζονται αυθαιρέτως βάσει γνωμών του συρμού, αποκτούν έρεισμα μόνο στο πλαίσιο ιστορικής συγκυρίας και συντεταγμένης πολιτείας, που άλλα δέχεται και άλλα όχι, ενώ το «φυσικό» αυτών καταρρέει μόλις «εγώ», ή άλλοι χίλιοι ή μύριοι, προτάξουμε ό,τι φαντασθούμε ως ένα ακόμη «δικαίωμα». Π.χ., γιατί να είναι η εκπαίδευση «δικαίωμα», άρα να παρέχεται «δωρεάν» απ’ το κράτος, και να μην είναι η τροφή (οπότε θα πρέπει να μου παρέχεται εσαεί ακόμη και αν είμαι αεργός), ή γιατί να μην είναι το να κάνει κανείς sex με όμορφους συντρόφους, ή το να μη πληρώνει φόρους με απλή δήλωσί του ότι δεν τον ενδιαφέρουν «δημόσια αγαθά» ως η εθνική άμυνα ή η αστυνομική προστασία, ή το να ταξιδεύει, εργάζεται, μεταναστεύει ή ψηφίζει ανεμπόδιστα, με μόνο «δικαιολογητικό» την ανθρωπίνη ιδιότητά του, σε όποια χώρα γουστάρει, ή το να χαίρεται, αυτός και οι απόγονοί του, την νομίμως αποκτηθείσα περιουσία του χωρίς αυτή να υπόκειται σε κρατική φορολόγησι, κ.α. Συνεπώς η επίκληση ανθρωπίνων δικαιωμάτων από ένα ή περισσότερα έθνη-κράτη προκειμένου να επιτεθούν σε άλλο, που τα «καταπατεί» ενώ ίσως δεν τα αναγνωρίζει, συνιστά υποκρισία ολκής όσο και λογική ανακολουθία. Η υποκρισία βεβαίως στις διακρατικές σχέσεις είναι διαχρονικό φαινόμενο – η λογική ανακολουθία όμως παραπέμπει σε ένα κόσμο, που διολισθαίνει προς την τρέλλα.