Τα κόμματα είναι ζωντανοί οργανισμοί. Επηρεάζονται από τις διεθνείς εξελίξεις, την οικονομική συγκυρία, τις κοινωνικές εντάσεις, την πολιτιστική δημιουργία και βεβαίως από τυχαία γεγονότα. Από αυτόν τον περίγυρο τα κόμματα απορροφούν κραδασμούς, τους αφομοιώνουν και συστέλλονται ή διαστέλλονται.
Επειδή στην πολιτική είναι συνηθισμένοι οι ευφημισμοί, η φάση της διαστολής περιγράφεται ως «στροφή προς τον λαό» και η φάση της συστολής ως «συσπείρωση». Επειδή οι ηγεσίες σέβονται ελάχιστα τη βάση και ακόμη λιγότερο το εκλογικό σώμα, συνήθως λέγεται ότι το κόμμα ταυτοχρόνως επιχειρεί τη συσπείρωσή του ενώ στρέφεται προς τον λαό.
Κάτι τέτοιο βέβαια είναι αδύνατον. Αλλα επιχειρήματα, άλλοι στόχοι και συνήθως και άλλοι άνθρωποι είναι κατάλληλοι για τη συσπείρωση και άλλα τέτοια στοιχεία για την επέκταση. Η συσπείρωση, εσωστρεφής διαδικασία, πρέπει να κολακέψει τα βαθιά ριζωμένα ένστικτα κομματικού πατριωτισμού, να ελαχιστοποιήσει την αυτοκριτική, να εξομαλύνει τις διαφωνίες, τους δισταγμούς και τις συγκρούσεις προσωπικοτήτων.
Η επέκταση, αντίθετα, πρέπει να προσελκύσει όσο το δυνατόν πιο διαφορετικούς πολίτες με μια πολύτροπη και διαλεκτική προσέγγιση της πραγματικότητας. Οσο πιο μεγάλο είναι το οικοδόμημα, τόσο πιο πολλές πόρτες και παράθυρα πρέπει να έχει.
Οταν λοιπόν κάποιος/κάποιοι ισχυρίζονται ότι επέτυχε/αν ταυτόχρονα τη συσπείρωση του σκληρού, παλαιού, ιστορικού πυρήνα του κόμματος ενώ παράλληλα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για ευρύτερες συζητήσεις, για συμβιβασμούς και συμμαχίες με σκοπό τη μέγιστη δυνατή πλειοψηφία, απλούστατα λένε μπούρδες. Και αν μεν τις μπούρδες τις λένε εσκεμμένα, τότε δεν τρέχει και τίποτε. Απλώς είναι και αυτοί με τη σειρά τους εξουσιομανείς απατεώνες, όπως και πολλοί που προηγήθηκαν. Αν όμως πιστεύουν ότι πράγματι τους εδόθη το θείον χάρισμα να προωθούν ταυτόχρονα τόσο αντιφατικούς και αλληλοσυγκρουόμενους στόχους, τότε είναι αστοιχείωτοι και βλάκες και επομένως εξόχως επικίνδυνοι για τους άλλους και τελικά και για τον εαυτό τους.
Αν πραγματικά ενδιαφέρεται κάποιος για την ανάκτηση του χαμένου εδάφους, για την επαναφορά στον χώρο του παραδοσιακού ΠαΣοΚ των μεγάλων πλειοψηφιών του παρελθόντος, τότε πρέπει κατ’ αρχήν να λάβει υπόψη του το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η πολιτικάντικη πολιτική (έτσι μεταφράζω ατελώς την επιτυχημένη γαλλική έκφραση «politique politicienne») αφήνει αδιάφορους τους πολίτες, οι οποίοι θεωρούν ότι τα θέματα αυτού του είδους πρέπει να τα λύνουν αυτοί που συστηματικά ασχολούνται με τέτοιου είδους ζητήματα. Αυτοί που συνήθως αποκαλούνται με απέχθεια ή εν πάση περιπτώσει με δυσπιστία «πολιτικοί».
Ο μέσος πολίτης θεωρεί ότι τα κόμματα αποκτούν ενδιαφέρον γι’ αυτόν από τη στιγμή που –έχοντας λύσει τα εσωτερικά τους προβλήματα –μπορούν να ασχοληθούν με τα ουσιαστικά ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία: ανεργία, ανάπτυξη, φορολογικές επιβαρύνσεις, βελτίωση των παροχών στον τομέα της Υγείας και της Παιδείας κ.ο.κ.
Το αν λοιπόν ο κ. Σημίτης βρήκε την ευκαιρία να βγάλει λάδι τον εαυτό του και να καταγγείλει τον διάδοχό του για λόγους ερεβώδεις και δυσεξήγητους, καθώς και το αν ο Γιώργος Παπανδρέου διατηρεί πάντα την παροιμιώδη ψυχραιμία του συνεχίζοντας να ζει στην κοσμάρα του, δεν ενδιαφέρουν καθόλου όσους δεν είναι μέλη ή στελέχη του κόμματος. Το ίδιο αδιάφορο είναι για τον μέσο πολίτη αν χωράει και τους δύο αλληλοσπαρασσόμενους πρώην πρωθυπουργούς η ευρύχωρη αγκαλιά του σημερινού ηγέτη.
Τι να την κάνεις την ενότητα του «όλου ΠαΣοΚ» όταν, ενιαίο ή διασπασμένο, το πανίσχυρο κίνημα εξουσίας δεν αντιπροσωπεύει πια παρά μονοψήφιο ποσοστό στις δημοσκοπήσεις;
Ο καθένας μπορεί να σκεφτεί με μια μικρή προσπάθεια πέντε ή έξι καυτά και σπαρταριστά ζητήματα που θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο συζήτησης. Και θα μπορούσαν ίσως να φέρουν κοντύτερα στο ΠαΣοΚ πολίτες που σήμερα κρατούν αποστάσεις, όποια και αν ήταν η κατάληξη της ημερίδας.
Αυτή η συζήτηση δεν έγινε. Ηταν ακόμη μία χαμένη ευκαιρία.
Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είναι πρώην υπουργός.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ