Στο πρόσφατο βιβλίο του Εγκώμιο του θεάτρου ο γάλλος φιλόσοφος Alain Badiou1 συγκεντρώνει κάποιες συνεντεύξεις που έδωσε στον Nicolas Truong, οι οποίες περιστρέφονται γύρω από την έννοια του θεάτρου και της φιλοσοφίας.
Μία από τις κεντρικές θέσεις του βιβλίου είναι ότι το θέατρο διαθέτει μια δύναμη αναμόχλευσης και μετασχηματισμού των παραστάσεων, των αντιλήψεων και των ιδεών. Ο Badiou ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι το θέατρο, που είναι η πληρέστερη τέχνη (αναφερόμενος προφανώς στo gesamtkunstwerk του Richard Wagner), μπορεί να απαντήσει με επάρκεια στο ερώτημα της αυτοαξιολόγησης της ατομικής και συλλογικής μας ζωής. «Πώς να απευθυνθούμε στους ανθρώπους με τρόπο τέτοιον ώστε να σκεφτούν τη ζωή τους διαφορετικά απ’ ο, τι συνήθως τη σκέφτονται;». Στο ερώτημα αυτό, ισχυρίζεται ο Badiou, το θέατρο απαντά με μια ασύγκριτη δύναμη. Τη δύναμη που πηγάζει από τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην εμμένεια και την υπέρβαση της ιδέας. Το θέατρο είναι ο τόπος της ζωντανής παρουσίας της ιδέας.
Προς αποφυγή παρερμηνειών θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ιδέα συγκροτεί το μέτρο αυτού το οποίο «δύναται» να πετύχει η ανθρωπότητα. Είναι δηλαδή ένα μέτρο δυνατότητας και γι’ αυτό είναι υπερβατική. Παράλληλα όμως είναι και εμμενής, στον βαθμό που για να υπάρξει (και να μην είναι απλώς φαντασματική μορφή) πρέπει να αναπαρίσταται με κάποιον τρόπο, να ενεργοποιείται και να ενσαρκώνεται μέσω ενός σώματος. Επομένως η ιδέα, ιδίως η ιδέα που αποτελεί το κεντρικό αντικείμενο του θεάτρου, είναι ένας προσανατολισμός στην ύπαρξη, ο οποίος δίνει το μέτρο μιας δυνητικότητας, την ίδια στιγμή που έχει ανάγκη την ενσάρκωση και τη συγκεκριμένη ενεργοποίηση.
Το θέατρο, το αυθεντικό θέατρο για τον Badiou, μπορεί να δείχνει διάφορες εικόνες της ανθρώπινης συνθήκης, μπορεί να εξιστορεί επί σκηνής περιστατικά της καθημερινής περιπέτειας. Πάνω από όλα όμως και πριν από καθετί άλλο παρουσιάζει την ένταση και τη συνύφανση της εμμένειας και της υπερβατικότητας μιας ιδέας, με άλλα λόγια: την ένταση ανάμεσα σε αυτό που είναι ο άνθρωπος (ή φαίνεται ότι είναι) και σε αυτό που μπορεί να γίνει. Σε αυτή την ένταση, που δεν πρέπει να αμβλύνεται ποτέ, βρίσκουν το πεδίο έκφρασης πολλά αντιθετικά δίπολα της δυτικής μεταφυσικής, καθώς επίσης της θεατρικής σκέψης και πρακτικής: ύλη και πνεύμα, σωματικότητα και ιδεώδες, παρελθόν και μέλλον, δραματικό πρόσωπο και προσωπικότητα του ηθοποιού, μυθοπλαστικός ρόλος και ιστορικό άτομο κ. ο. κ.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί φιλόσοφοι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το θεατρικό φαινόμενο και τη θεατρική σχέση ως τέτοια στη βάση της δυνητικότητας και της ζωτικής έντασης ανάμεσα στο εν ενεργεία και στο δυνάμει ον που παρουσιάζεται επί σκηνής (δηλαδή ανάμεσα στη σωματική οντότητα του ηθοποιού και σε «αυτό» που υποδύεται ή απλώς παρουσιάζει). Μάλιστα η ίδια η σκηνή αποτέλεσε και αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα προνομιακό σημείο αναφοράς ως ένας πολύπτυχος, πρωτεϊκός και δυναμικός χώρος εκδήλωσης αυτής της έντασης. Το ενεργειακό θέατρο του Lyotard, οι ροές του Deleuze, ο χώρος του ενδιάμεσου του Waldenfels ή οι ετεροτοπίες του Foucault είναι κάποια από τα εννοιολογικά εργαλεία κατανόησης της σκηνικής υπόστασης. Τα εργαλεία αυτά, μολονότι ανήκουν σε διαφορετικές φιλοσοφικές κατευθύνσεις, θα μπορούσαν να συγκροτήσουν μια ενιαία τάση της σύγχρονης φιλοσοφίας στην προσπάθειά της να σκεφτεί εκ νέου το θέατρο, αλλά και τον εαυτό της μέσω του θεάτρου.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για δύο κινήσεις συμπληρωματικές μεταξύ τους, οι οποίες συναντιούνται αναγκαστικά στο ενδιάμεσο γνωστικό πεδίο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «θεατροφιλοσοφία» ή πιο απλά «φιλοσοφία του θεάτρου». Στο πεδίο αυτό δεν θα εντοπίσουμε μόνο τη θεατρικότητα των πλατωνικών διαλόγων (στην Πολιτεία ή στον Φαίδρο) και των νιτσεϊκών κειμένων (κατά έναν ειρωνικό τρόπο στα κείμενα όπου βάλλεται το θέατρο), αλλά και την ιδιαίτερη φύση των φιλοσοφικών κειμένων του Kierkegaard, του Camus και του Sartre, φιλοσόφων που έγραψαν οι ίδιοι θεατρικά έργα, όπως λ. χ. η Simone de Beauvoir, η Iris Murdoch και ο ίδιος ο Badiou. Από την άλλη, θα συναντήσουμε ένα πλήθος θεατρικών συγγραφέων, οι οποίοι εγείρουν ευθέως μείζονα φιλοσοφικά ζητήματα ηθικής, πολιτικής, αισθητικής ή υπαρξιακής φύσεως, όπως ο Ibsen, ο Bernard Shaw, ο Oscar Wilde, ο Pirandello, ο Tom Stoppard, ο Koltès ή ο Valère Novarina –για να περιοριστώ κυρίως στον εικοστό αιώνα.
Το θέμα του ενδιαφέροντος αυτού και ιδιαίτερα σύνθετου γνωστικού πεδίου, που συνδυάζει (και δεν διαχωρίζει πλέον) θέατρο και φιλοσοφία, δεν μπορεί βεβαίως να αναπτυχθεί εδώ εν συντομία. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί προς το παρόν ότι το βιβλίο του Badiou θέτει μεγάλα και σημαντικά ζητήματα της προβληματικής αυτής: η θεατρικότητα της πολιτικής και η πολιτική της θεατρικότητας, η παράδοξη συμμαχία των διαχρονικής αξίας κειμένων και των εφήμερων παραστάσεων, το αίτημα για έναν ενεργό θεατή τόσο στη θεατρική όσο και στην κοινωνική σκηνή, το θέατρο ως έξοχη μηχανή απορρόφησης αντιφάσεων και βεβαίως η φιλοσοφία ως υλικό της θεατρικής δημιουργίας. Αυτό το τελευταίο ζήτημα θα πρέπει να απασχολήσει περισσότερο τους καλλιτέχνες και τους μελετητές του θεάτρου, ιδίως στη χώρα μας.
* Alain Badiou avec Nicolas Truong: Éloge du théâtre, Flammarion, Paris, 2013.
Ο κ. Γιώργος Π. Πεφάνης είναι επίκουρος καθηγητής Θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.




ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ