Οπως τονίζεται στα σχετικά αναγγελτήρια, το Νέο Λύκειο θα διεκδικήσει την εκπαιδευτική του αυτονομία με μια αποφασιστική έμφαση στη «γενική παιδεία». Εννοείται, εξ αντιθέτου, ότι το Λύκειο που θέλουμε να παροπλίσουμε είχε καταντήσει χώρος αναγκαστικού πρωινού προσκλητηρίου, όπου οι μαθητές καταδέχονταν (κυρίως στην τελευταία τάξη) να παραχωρήσουν το ελάχιστο δυνατό της φυσικής τους παρουσίας ενώ το ανίκανο σύστημα, σε αντάλλαγμα, ανεχόταν τις εξωσχολικές τους σχέσεις με το ακμαίο φροντιστήριο. Οπως και με την «παρασυζυγία», η αυθεντική όρεξη εντοπιζόταν στην «παραπαιδεία». Ωστόσο, ψευδαισθήσεις δεν υπήρχαν: η όρεξη αφορούσε αποκλειστικά μια θέση στην ανώτερη και, κυρίως, στην ανώτατη εκπαιδευτική βαθμίδα.
Κατά την ίδια σχετλιαστική αφήγηση, η εγκατάσταση αυτής της εργαλειακής και «ρεαλιστικά» εστιασμένης φιλοσοφίας στέρησε από το σχολείο τον φυσικό του εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό ρόλο και από τους μαθητές τη δυνατότητα να αποκτήσουν, εκτός από «πανελλαδικές» δεξιότητες και οξυμμένη όσφρηση για τα εξεταστικά «ΣΟΣ», και το είδος της γνωσιακής συνείδησης που διαμορφώνει ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Μεγάλες και βαριές κουβέντες, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς, αλλά αυτό είναι πάνω κάτω το πνεύμα με το οποίο ο υφυπουργός για την Παιδεία διασάλπισε το νέο ξεκίνημα όταν ξόρκισε το παλαιό λύκειο ως «ένα τεράστιο φροντιστήριο» και όρισε για το νέο την ευθύνη «να παρέχει στους μαθητές τη γενική παιδεία που χρειάζονται». Και για του λόγου του αληθές, το νέο πρόγραμμα πριμοδοτεί τα κακοπαθημένα μαθήματα γενικής παιδείας: μόνο τέτοια στην Α’, 30 ώρες στη Β’ (με 5 μόνο ώρες ειδικού «προσανατολισμού») και 12 ώρες στη Γ’ Λυκείου, όπου, εύλογα, το μεγαλύτερο μερτικό (20 ώρες) θα πάει στα μαθήματα που προσανατολίζουν κατά τις Πανελλαδικές.
Είναι σαφές ότι η μακροχρόνια λιτανεία των «εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων» και το ισχνό πρακτικό της αποτύπωμα τείνουν να εξαντλήσουν τα αποθέματα καλής πίστης μέσα στην κοινωνία. Είναι εξίσου σαφές ότι η συγκυρία, με την κλαγγή της «κινητικότητας» και τον θούριο της «διαθεσιμότητας», ευνοεί εκτεταμένη καχυποψία ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς. Τίποτε, όμως, δεν θα δικαιολογούσε μια προγραμματική άρνηση ενός πραγματικού προβλήματος, και είναι προσωπική μου πεποίθηση ότι μια ανανεωμένη αίσθηση αξίας του ρόλου που διαδραματίζει η μεσαία εκπαιδευτική βαθμίδα είναι αναγκαία συνθήκη για να δραπετεύσουμε από τη χρησιμοθηρική μέγγενη.
Και προς αυτήν την κατεύθυνση, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν το πρόγραμμα του Νέου Λυκείου είναι δομικά ταγμένο να πολεμήσει, και βαθμιαία, μακάρι, να εξαλείψει, τους βολικούς αυτοματισμούς και τα μηχανιστικά ένστικτα που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις εκπαιδευτικές μας πρακτικές. Να το διατυπώσουμε με πιο αναγνωρίσιμους όρους: Είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε ένα εκπαιδευτικό ρίσκο όπου δεν θα προβλέπονται βραβεία για την αποστήθιση και την απομνημόνευση; Διαθέτουμε σχέδιο για την εκπαίδευση δασκάλων που θα μπορούν να λειτουργούν χωρίς αυτό το δίχτυ ασφαλείας; Διαθέτουμε υποδομές και «ιδεολογία» που μπορούν να εκμεταλλευθούν κριτικά και ανθρωποκεντρικά τον πληροφοριακό πακτωλό ο οποίος αναβλύζει από τις νέες τεχνολογίες; Εχουμε ετοιμοπαράδοτα εκσυγχρονισμένα εκπαιδευτικά εγχειρίδια γραμμένα όχι από κοινούς ερανιστές λημμάτων αλλά από στέρεους γνώστες που κατέχουν τη μαστοριά της λαγαρής, ελκυστικής και, όπου χρειάζεται, «προκλητικής» έκθεσης – αφήγησης;
Προτού τα ερωτήματα αρχίσουν να ηχούν ρητορικά, σπεύδω να διευκρινίσω ότι αν δεν δοθούν –έστω και μερικώς, έστω και πειραματικά –οι απαντήσεις, η μπαντιέρα του Νέου Λυκείου, αφού ανεμίσει για λίγο στις αύρες της επικαιρότητας, θα υποσταλεί με τη γνωστή στα μέρη μας σιωπηλή ανεπισημότητα. Αν κάποιος διαγνώσει εδώ απαισιοδοξία, δεν έχει παρά να περιδιαβεί το κοιμητήριο των εκπαιδευτικών μας μεταρρυθμίσεων, το γεμάτο με «σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν». Γιατί, απλούστατα, χωρίς απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, το Νέο Λύκειο και το μανιφέστο του αποτελούν λογικό πρωθύστερο, και αυτό που πρακτικά θα μείνει στα χέρια μας θα είναι: νέοι αλγόριθμοι και συντελεστές για τον υπολογισμό των μορίων΄ μια νέα εξεταστική σκυταλοδρομία, με περισσότερα έπαθλα για όσους πρωτεύουν με διαφορά «από στήθους»· πιθανότατα, μια Κεντρική Τράπεζα Θεμάτων (αν και αυτό ωραίο ακούγεται, μέρες που είναι)· και, το πιο βέβαιο από όλα, μια γενναία επέκταση της φροντιστηριακής βιομηχανίας που θα κάνει κάποιον μελλοντικό υπουργό να ομολογήσει ότι η Ελλάς είναι ένα απέραντο φροντιστήριο.

Κατά τη γνώμη μου, απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα θα μπορούσαν να δοκιμαστούν ακόμη και στο πλαίσιο του σημερινού λυκειακού προγράμματος, με ορισμένες ελάσσονες τροποποιήσεις, και μόνο τότε να εξαγγελθεί το πραγματικά «Νέο» –γιατί το πρωθύστερο μπορεί να ρίξει κι άλλο νερό στον μύλο της ματαιοπονίας και της καχυποψίας.

ΥΓ.: «Τα επτά εγχειρίδια δεν προορίζονται να ενταχθούν στο καθιερωμένο σύστημα του αναλυτικού προγράμματος΄ δεν προβλέπουν δηλαδή την εξεταστική αναπαραγωγή του περιεχομένου τους από τους μαθητές». Τα εγχειρίδια είναι αυτά του πιλοτικού προγράμματος «Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση», που έτρεξε από το 2001, με συντονιστή τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, του οποίου η σύσταση παρατίθεται εδώ. Για τη «γενική παιδεία που χρειάζονται οι μαθητές» νοιάζονται, αλλά ή αυτά είναι βωβά για το Υπουργείο ή το Υπουργείο κωφό γι’ αυτά.


O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ